- Άγαμαι = θαυμάζω ↔ agave
- άγγαρος = έφιππος ταχυδρόμος ↔ angary
- αγείρω = συγκεντρώνω ↔ segregate
- αγκή = αγκάλη ↔ Ancylobacter
- άγκος = καμπή ↔ anchor
- άγνυμι = συντρίβω ↔ fragile
- αγοστός = βραχίων, αγκαλιά ↔ agostic
- άγρω = αρπάζω = pellagra
- άγχω = στραγγαλίζω ↔ anxiety
- αδευκής = απροσδόκητος ↔ tow
- αδευκής = όξινος ↔ Πολυδεύκης, Pollux
- αδέω = είμαι χορτασμένος ↔ saturate
- άδην = επαρκώς ↔ hadron
- αείδω = τραγουδώ ↔ ode
- αείς = άνεμος ↔ wind
- άζομαι = σέβομαι ↔ consecrate
- άζω / αζάνω = αποξηραίνω ↔ area
- άημι = πνέω ↔ air
- αθρέομαι = ξεφωνίζω ↔ threnody
- αθρέω = παρατηρώ ↔ wonder
- αίθω = καίω, λάμπω ↔ Ethiopia
- αίνημι = ομιλώ ↔ enigma
- αίνος = έπαινος ↔ oath
- αίνυμαι = παίρνω ↔ diet
- αινώ = επαινώ ↔ enigma
- αίνω = λιχνίζω ↔ fan
- αιόλος = ορμητικός ↔ eolianite
- αιρέω = προτιμώ, αρπάζω ↔ adhere (πιθανώς)
- αίσα = μοίρα ↔ adequate
- αίσις = λάμψη ↔ aureole
- αΐσσω = ορμώ, πηδώ ↔ aquiline
- αΐτας = φίλος ↔ audacious
- αΐω = ακούω ↔ obey
- άκανος = άγανο ↔ awn
- ακαρής = μικροσκοπικός ↔ acaricide
- ακή (με περισπωμενη) = ηπίως ↔ academic (πιθανώς)
- ακή = αιχμή, θεραπεία ↔ acid
- ακονιτί = άνευ μόχθου ↔ conation
- άκος = θεραπεία ↔ panacea
- άκριος = κενός ↔ deny
- αλάομαι = περιφέρομαι ↔ aliment
- αλαός = τυφλός ↔ hemeralopia
- αλδαίνω = αυξάνω ↔ coalition
- αλέγω = φροντίζω ↔ leak
- αλείτης = αμαρτωλός ↔ loath
- άλειφαρ = αλοιφή ↔ aliphatic
- αλέξω = προστατεύω ↔ coercion
- αλέω = αλέθω ↔ aleurone
- αλθαίνω = θεραπεύω ↔ oboe
- αλίνω = αλείφω ↔ liniment
- άλλομαι = πηδώ ↔ insult
- αλύδοιμος = πικρός ↔ ale
- αλύω = είμαι ταραγμένος ↔ aliment
- αλφός = υπόλευκος ↔ alburn
- αμαλδύνω = μαλακώνω, καταστρέφω ↔ emmolient
- αμαλός = μαλακός ↔ amblyopia
- αμάω = θερίζω, συγκεντρώνω ↔ mow
- αμέλγω = αρμέγω ↔ milk
- αμέργω = αναδύομαι ↔ emergency
- αμεύομαι = υπερτερώ, διαβαίνω ↔ move
- αμεύω = αλλάζω ↔ mobile
- αμόργη = μούργα ↔ emulsion
- αμύσσω = κομματιάζω ↔ mucronate
- άναλτος = αχόρταγος ↔ elder
- ανδάνω = αρέσω ↔ sweet
- ανεπτιός = ανιψιός ↔ nepotism
- άντυξ = περιφέρεια τροχού, ασπίδας ↔ decant
- ανύω = εκτελώ ↔ authentic
- άπιον = αχλάδι = pear
- άπτω = συνάπτω, ανάβω ↔ copulation
- αραρίσκω = συνδέω, κατασκευάζω ↔ reason
- αράσσω = κτυπώ ↔ cataract
- αργής = λαμπερός ↔ argentous
- άρδις = αιχμή ↔ radius
- αρήγω = βοηθώ ↔ escort, regal
- άρκευθος = δέντρο ↔ arc
- αρκέω = αποκρούω ↔ ark
- άρκος = οχύρωμα, βοήθεια ↔ arcane
- άρουρα = γη ↔ arable
- αρόω = οργώνω ↔ arable
- άρπη = δρεπάνι ↔ harpy
- άρρατος = άκαμπτος ↔ vermin
- αρτίζω = ετοιμάζω ↔ inert
- αρτύς = διευθέτηση ↔ article
- αρτύω = λιπαίνω το φαγητό ↔ article
- αρύω = αντλώ ↔ uranium
- ασκαρίς = σκουλήκι ↔ Ascaris
- ασκηθής = ακέραιος, αβλαβής ↔ scathe
- ασπαίρω = σπαρταρώ, τρέμω ↔ spurious
- άσπαλον = δέρμα ↔ spill
- ασσάριον = νόμισμα ↔ east
- ασχάλλω = λυπάμαι ↔ squalid
- άτερ = άνευ ↔ sunder
- ατέραμνος = σκληρός ↔ throw
- αυδάω = ομιλώ ↔ audience
- αύω = ξηραίνω, βοώ ↔ deny
- αφάω = αγγίζω ↔ habit
- αφετώ = απορρίπτω ↔ veto
- αφνειός = πλούσιος ↔ cauponate
- αφύη = αντσούγια ↔ anchovy
- άχνυμαι / αχύω = θλίβομαι ↔ anger
- άχος = λύπη ↔ anger
- αχύω = λυπούμαι ↔ hideous
- αψ = πίσω, πάλι ↔ abscess
- άω = φυσώ, χορταίνω ↔ air