- Cabaret (= καμπαρέ),
αρχικά γαλλική λέξη, ↔ camera, chamber, καμάρα, κάμπτω, της ρίζας kh2em-. Από το λατινικό camella, υποκοριστικό της camera, προέκυψε το καμηλαύκι. - cable (= καλώδιο),
από το λατινικό capulum (= λαβή, θηλιά), της ρίζας kap- (= αρπάζω), ↔ κάπτω, με παράγωγο το ιταλικής προέλευσης σκαπουλάρω, κατά λέξη «απελευθερώνομαι από τα δεσμά», από ex + capulo. - cabochon (= διακοσμητικό καρφί),
αρχικά γαλλική λέξη, από το λατινικό caput (= κεφάλι). Πρόκειται για πολύτιμους λίθους λαξευμένους με μια επίπεδη και μια καμπύλη επιφάνεια. - cache (= κρυψώνας),
από τα γαλλικά, από το λατινικό coacto (= περιορίζω), από cum + ago. - cachet (= κύρος, αμοιβή),
με αρχική έννοια τη σφραγίδα, όπως το cache, καθώς με το σφράγισμα κρυβόταν το περιεχόμενο μιας επιστολής. - cadastre (= κτηματολόγιο),
από το λατινικό capitastrum (= κεφαλικός φόρος), σε συνδυασμό με το κατάστιχον. - cadaver (= πτώμα),
από το λατινικό cado (= πίπτω). - cadet (= δευτερότοκος, μαθητής στρατιωτικής σχολής),
από το υποκοριστικό capitellum του λατινικού κεφαλιού, caput, capitis. - cadmium (= κάδμιο),
από τον Κάδμο, από το καίνυμαι (λάμπω, υπερτερώ), στον παρακείμενο κέκασμαι, ↔ Κάστωρ. - caduceus (= κηρύκειον),
οι λέξεις είναι ομόρριζες, από το προελληνικό κήρυξ, ίσως της ρίζας kar- (= εγκωμιάζω). - cajole (= δελεάζω, πείθω),
από το λατινικό cavus (= σπήλαιο), της ρίζας kew- (= κοίλος), ↔ κοίλος, κύαρ (μάτι της βελόνας), κύπτω, γκαβός. - cake (= κέικ, συσσωματώνομαι σε σκληρή μάζα),
από το λατινικό coquo, ↔ πέπτω. Τα πρόσθετα του κοινού αλατιού ονομάζονται anticaking agents. - calabash (= είδος κολοκύθας που παράγεται από δέντρο και χρησιμεύει ως δοχείο),
από το ισπανικό calabaza, από περσικές / αραβικές λέξεις που προήλθαν πιθανώς από τον καρπό. - calamity (= καταστροφή),
της ρίζας kel-1 (= χτυπώ, κόβω), ↔ κλάδος. - caldera (= καλντέρα),
όπως το calid. - caldron / cauldron (= καζάνι),
από το λατινικό caleo (= θερμαίνω), βλ. chauffeur. - calendar (= ημερολόγιο, καλεντάρι),
από τα λατινικά calendarium, με παράγωγο το υποκοριστικό calendula που αναφέρεται σε διακοσμητικό φυτό. Το calemdarium προέκυψε από την έκφραση “calo luna novella” (= καλώ τη νέα σελήνη), στη ρωμαϊκή τελετουργία κατά την οποία οι ιερείς εκφωνούσαν την έναρξη της νέας καλένδας. τα calo / καλώ είναι της ρίζας kla- ή kele-2 (= φωνάζω). - calf (= μοσχάρι, γάμπα),
της ρίζας gel- (= φουσκώνω, πήζω), ↔ γέλη, δέλφαξ (χοιρίδιο), δελφύς (μήτρα), cold. - caliber (= διάμετρος κάννης),
από αραβική λέξη για το καλούπι, ο ελληνικής προέλευσης καλάπους (καλός + πόδι), το καλαπόδι. Εναλλακτικά από τη λατινική έκφραση qua libra (= πόσο ζυγίζει). - caliche (= νίτρο της Χιλής),
αυτούσια η ισπανική λέξη για είδος ορυκτού, δάνειο του χάλικα. - calid (= θερμός),
από το λατινικό calidus, της ρίζας kele-1, ↔ κήλεος (καυστικός). - caligation (= σκοτεινιά),
από την κηλίδα μέσω του λατινικού caligo. - caligo (= κακή όραση, ιατρικός όρος),
αυτούσια η λατινική λέξη (= ομίχλη, ατμίζω), ↔ κηλίς, κελαινός (μαύρος). - calisthenics (= καλλισθενική, εννοείται γυμναστική),
από τον ιστορικό Καλλισθένη, από τα κάλλος + σθένος το οποίο μάλλον προήλθε από το έχω, της ρίζας segh-. - call (= καλέω, καλώ),
λέξεις που δεν είναι ομόρριζες. Η επικρατούσα άποψη είναι από το λατινικό garrio (= φλυαρώ), της ρίζας gal-2 (= φωνάζω), λέξη ηχοποίητη, ↔ γήρυς (ομιλία, φωνή), πανηγύρι, γάλος (από το λατινικό gallus = πετεινός). - calla (= κάλα, το άνθος),
από τα κάλυξ, καλύπτω. - callous (= σκληρόκαρδος, κατά λέξη «οζώδης»),
της ρίζας cal-, όπως ο κάλλος. - callow (= ανώριμος, νεοσσός),
από calvus (= φαλακρός), από calva (= κρανίο), της ρίζας kel- (= καλύπτω), ↔ cell. - calm (= ήρεμος, καταπραΰνω, καλμάρω),
από το ιταλικό calma, από το καύμα, μεγάλη ζέστη που οδηγεί σε απραξία, ηρεμία. - calque (= μεταφραστικό δάνειο, κατά λέξη «αντίγραφο»),
από το γαλλικό calquer (= πιέζω), από τα λατινικά calco (= πατώ) και calx (= φτέρνα), διάφορο του calx = χαλίκι.. - caltrop (= τρίβολος),
αμυντικό όπλο, από το λατινικό calcitrapa (= παγίδα ποδιών), από calx (βλ. calque) + trapa. Η λέξη trap(p)a (= παγίδα) είναι μητρική της trap. - calumny (= συκοφαντία),
από τη λατινική calumnia, από το κηλέω (θέλγω, μαγεύω). - Calvary (= Γολγοθάς, στα εβραϊκά «κρανίου τόπος»),
από τα λατινικά calva (= κρανίο), calvus (= φαλακρός), βλ. callow. οι λέξεις που δεν σχετίζονται με το calvor (= εξαπατώ στα λατινικά) που σημαίνει «καλέω / καλώ», ↔ κηλέω (θέλγω), κόλαξ, culture. Σημειώνεται ότι από το calvus προήλθαν τα επώνυμα Κάλβος, Calvin καθώς και το γαλλικό Chauvin που έδωσε τον σοβινισμό, chauvinism. - cam (= άξονας),
της ρίζας gembh- (= δόντι), ↔ γόμφος, comb, gem. - camber (= κυρτώνω),
από καμπή, καμπύλη. - cambric (= βατίστα),
από τη γαλλική πόλη Cambrai. - camomile (= χαμομήλι),
από χαμαί, της ρίζας dhghem- (= γη) + μήλον, όχι το φρούτο αλλά το πρόβατο (μάλον στη δωρική διάλεκτο, εξού το μαλλί), της ρίζας (s)melo- που σημαίνει «νεαρό πρόβατο» και αναφέρεται γενικότερα σε νεαρό ζώο, με παράγωγο το small. Δεν ευσταθεί το φρούτο εννοιολογικά, ενώ η προέλευση από το πρόβατο θυμίζει τη γη που από μακριά φαίνεται άσπρη από τα ανθισμένα χαμομήλια. - camouflage (= καμουφλάζ),
από caput (= κεφάλι) + γερμανική ρίζα από όπου προέρχεται το muffle (= κουκουλώνω). - camp (= στρατοπεδεύω, κατασκηνώνω),
όπως το campus. - campaign (= εκστρατεύω, ιδίως προεκλογικά, όπως το campus.
- campus (= πανεπιστημιακή περιοχή),
από το κάμπτω. Στα λατινικά campus σημαίνει τον κάμπο, ↔ καμάρα. - camshaft (= εκκεντροφόρος άξονας),
από cam + shaft. - can (= δοχείο, κουτί),
από το λατινικό canna, την κάννα (καλάμι). - can (= μπορώ),
της ρίζας gno- του know (= γνωρίζω). - canaille (= αγέλη σκύλων),
από το λατινικό canis (= κύων), της ρίζας kwon-. - canal (= κανάλι),
από το λατινικό canna, την κάννα (καλάμι). - canary (= καναρίνι),
όπως το canaille, επειδή στα Κανάρια νησιά υπήρχαν άγρια σκυλιά. - candle (= κερί),
από το λατινικό candeo (= λάμπω), από την κανδήλα, ↔ κάνδαρος (κάρβουνο), της ρίζας kand- (= λάμπω). - candor (= ειλικρίνεια),
από την ίδια λατινική λέξη, όπως το candle. - candy (= ζαχαρωτό, κάντιο),
από την περσική λέξη qand (= καλαμοσάκχαρο), ↔ κάννα (καλάμι). - cane (= μπαστούνι),
από την κάννα (καλάμι), ↔ canyon, canister, caramel, κανάτα, κάνουλα, καντίνι. - canella (= κανέλα),
όπως το cane. - canine (= κυνόδοντας),
όπως το canaille. - canister (= κάνιστρο),
από την κάννα (καλάμι). - canker (= άφθα, φυτική ασθένεια),
της ρίζας kar- (= σκληρός), όπως ο καρκίνος. - cannon (= κανόνι),
από την κάννα (καλάμι). - canny (= έξυπνος, πονηρός),
όπως το can (= μπορώ). - canopy (= στέγαστρο, θόλος των δέντρων, κουνουπιέρα),
από τον κώνωπα ή την κάννα (καλάμι). - canteen (= καντίνα),
από τη λατινική cantina, από τον κανθό (γωνιά). - cantor (= τραγουδιστής),
από το λατινικό cano (= τραγουδώ), όπως το accent. - canyon (= φαράγγι),
από το ισπανικό cañon (= σωλήνας), από canna / κάννα (καλάμι). - cap (= κάπα, πώμα),
από το caput (= κεφαλή). Η κάπα προέκυψε ως κάλυμμα της κεφαλής, από όπου μεταφορικά ονομάστηκε το καπό του αυτοκινήτου – στα αγγλικά λέγεται bonnet, από γαλλικό είδος καπέλου. - capable (= ικανός),
από τη λατινική capax (= ευρύς), από capio / captio (= αρπάζω), κάπτω (καταβροχθίζω), ↔ κουπί (κώπη) που αρχικά σήμαινε τη λαβή. - capacity (= ιδιότης, χωρητικότης),
όπως το capable. - caper. Πρόκειται για δύο διαφορετικές λέξεις: η πρώτη είναι η κάππαρη, ενώ η δεύτερη σημαίνει «πηδώ» και προέρχεται από το ιταλικό capriolare, από το λατινικό capriolus (= κατσικάκι),
↔ κάπρος. - capillary (= τριχοειδής),
από caput (= κεφαλή) + pilus (= τρίχα), ↔ πίλος (καπέλο), πίλημα, αποτελούμενα από συμπιεσμένες τρίχες. - capon (= καπόνι),
ο ευνουχισμένος πετεινός, της ρίζας kop- / (s)kep- (= κόπτω). - cappuccino (= καπουτσίνο),
διεθνοποιημένη ιταλική λέξη για είδος καφέ, από τους μοναχούς του τάγματος Capuchin που φορούσαν μυτερούς σκούφους, βλ. cap. - caption (= λεζάντα, υπότιτλος),
από caput (= κεφαλή), ή capio, βλ. capable. - captive (= αιχμάλωτος),
από το κάπτω, μέλλων κάψω (αρπάζω, καταπίνω). - capture (= σύλληψη),
όπως το capable. - carat (= καράτι),
από το κεράτιον (χαρουπιά, siliqua greca στα λατινικά). Ένα καράτι ήταν περίπου 200 mg. - carbon (= άνθρακας),
από το λατινικό carbo (= ξυλάνθρακας, κάρβουνο), πιθανώς από το αρχαίο ρήμα κάρφω (= αποξηραίνω, καρφίον ήταν το ξυλαράκι), της ρίζας ker-3 (= φωτιά), ↔ cremate, κρεματόριο. - carbonated (= ανθρακούχος),
αναφέρεται σε ποτά που περιέχουν διοξίδιο του άνθρακα, όπως το carbon. - carboniferous (= λιθανθρακοφόρος),
αναφορά σε γεωλογική περίοδο όπου σχηματίστηκαν τεράστια δάση και στη συνέχεια οι λιθάνθρακες που δεν είναι μορφές άνθρακα, carbon, αλλά πολύπλοκης δομής οργανικές ενώσεις. - cardinal (= απόλυτος),
επίθετο που χαρακτηρίζει τους αριθμούς 1, 2, 3…, από το λατινικό cardo (= στροφείο), συγγενές με το κραδαίνω. - careen (= γέρνω, ορμώ). Το ρήμα χρησιμοποιήθηκε αρχικά για πλοία με εκτεθειμένη την καρίνα τους, στα λατινικά carina
(= κέλυφος) ↔ κάρυον, καρνάγιο. Όλες οι συγγενείς λέξεις είναι της ρίζας kar- (= σκληρός). - caress (= χαϊδεύω),
από το λατινικό carus (= αγαπητός), της ρίζας ka- που εξελίχθηκε σε keh2- (= επιθυμώ), ↔ κώμος (διασκέδαση, εορτή Διονύσου), με πολλές πιθανές πρόδρομες λέξεις, όπως χαίρω, κείμαι, κοινός, κεάζω (σπάζω), κέαρ / κηρ (καρδιά). Ομόρριζα στα γαλλικά είναι τα cher, cherie (= αγαπητός, -ή). - caries (= τερηδόνα),
στα λατινικά η σαπίλα, της ρίζας kere- (= τραυματίζω), ↔ κηρ (θάνατος). Μια άλλη εκδοχή είναι από το λατινικό caveo (= μου λείπει), συγγενές του κοέω, βλ. caution. - carnage (= σφαγή),
από το λατινικό caro, carnis (= κρέας), ↔ κείρω (κόβω, κουρεύω), της ρίζας sker-1 (= κόβω). Σημειώνεται ότι της ίδιας έννοιας είναι η σάρξ (κομμάτι κρέατος), βλ. sarcasm. - carnation (= γαρύφαλο),
όπως το carnage, λόγω χρώματος, ή από το coronation (= στέψη). - carnifex (= χασάπης, δήμιος),
από carnis + facio. - carnivorous (= σαρκοβόρος),
όπως το carnage. - carol. Πρόκειται για δύο διαφορετικές λέξεις: η πρώτη σημαίνει «χαρούμενο, εορταστικό τραγούδι», από τον χορό και τον αυλό, με τη μεσολάβηση του λατινικού choraula. o αυλός προκύπτει από τα άω / άημι (φυσώ). Η δεύτερη είναι κύριο θηλυκό όνομα, από to εκλατινισμένο Carolus, γερμανικής προέλευσης (Karl = ηλικιωμένος), όπως τα αγγλικά Charles και carl
(= άνθρωπος ταπεινής καταγωγής). - carotene (= καροτένιο). Πρόκειται για φυσικό αντιοξιδωτικό, από το καρότο (ο αρχαίος καρωτός),
της ρίζας ker-1 (= κέρας). - carpel (= ύπερος),
βοτανικός όρος για τον ύπερο ή το καρπόφυλλο, όπως το carpet. - carpet (= χαλί, τάπητας),
από το carpo (= μαδώ), επειδή φτιάχνεται από κομμάτια μαλλιού, ↔ καρπός. - carrion (= κουφάρι),
από τα λατινικά caronia και caro (= σαρξ), της ρίζας sker-1 (= κόβω), του κείρω (κόβω) ή kerp- (= καρπίζω). - cartilage (= χόνδρος),
από το λατινικό crates (= ψαθωτό αντικείμενο), από τον κάρταλο (καλάθι), της ρίζας kert- (= υφαίνω, πλέκω), ↔ πιθανώς κρότων (τσιμπούρι, φυτό). - case. Πρόκειται για δύο διαφορετικές λέξεις. Η πρώτη σημαίνει «θήκη», από τη λατινική capsa, από το capio (= αρπάζω),
από το κάπτω (καταβροχθίζω), ↔ σασί, chassis, κάψουλα, capsule, της ρίζας kap- (= κάπτω). Η δεύτερη σημαίνει «περίπτωση» και προέρχεται από το cado (= πέφτω), με πολυάριθμα παράγωγα, της ρίζας kad-. - casein (= καζεΐνη),
από το λατινικό caseus (= τυρί), ↔ κασέρι, cheese, της ρίζας kwat- που παραπέμπει σε ζύμωση. παράγωγο το ρωσικό κβας, ποτό από σίκαλη, (κατά λέξη «μαγιά»). - cashier. Πρόκειται για δύο διαφορετικές λέξεις: η πρώτη σημαίνει «ταμίας», από τη γαλλική caisse (= κάσα),
από capsa / κάψα. η δεύτερη σημαίνει «απολύω», από τα λατινικά cassus (= άδειος), από το γαλλικό casser (= σπάζω), από το λατινικό quasso / quatio (= πάσσω), της ρίζας kwet-. - casino (= καζίνο),
ιταλικό υποκοριστικό του λατινικού casa (= οικία), της ρίζας (s)keu- / ska- / keudh- (= καλύπτω), ↔ κεύθω (κρύβω), κύστις Μια άλλη εκδοχή είναι από τη ρίζα kat- (= αλυσίδα, συνδέω), ↔ catena, καδένα. - casserole (= κατσαρόλα),
γαλλική επίσης λέξη, από την ύστερη λατινική cattia, με πιθανή καταγωγή το κυάθιον ή το ακάτιον. Η ισπανική caracol (= σαλιγκάρι) φέρεται ως συγγενής της κατσαρόλας, από τη λατινική cocheola / cochlea, τον κοχλία. - caste (= κάστα),
από το λατινικό castus (= αγνός), της ρίζας kes- (= κόβω), του αρχαίου κεάζω (σχάζω), ↔ ξέω και πιθανώς ο παρακείμενος κέχασται του χάζομαι (αποσύρομαι) και το πάσσω (πασπαλίζω). - casten (= ταπεινώνω),
όπως το caste. - castigate (= τιμωρώ),
σύνθετη λέξη από caste + ago (= άγω). - castle (= κάστρο),
λέξεις ομόρριζες, από το λατινικό castrum, με την έννοια του απομονωμένου, της ρίζας kes- (= κόβω), βλ. caste. - castrate (= ευνουχίζω),
όπως το castle. - casualty (= θύμα, τραυματίας),
από casus, μετοχή του cado (= πίπτω), πιθανώς συγγενές με το κάτειμι (κάτω + ειμί). - catacomb (= κατακόμβη),
η υστερολατινική catacumba, από κατά + tumba (= τύμβος, τούμπα) που σήμαινε «τάφος, ύψωμα», ↔ tomb. - catamite (= ερώμενος),
από τον Γανυμήδη. - catapult (= καταπέλτης),
της ρίζας pel-5 (= κτυπώ), ↔ πέλω, πελεμίζω, appeal, filter. - cataract (= καταρράκτης),
από τα αρχαία αράσσω / ράσσω (κτυπώ), με παράγωγο το ρηχίη (το σκάσιμο των κυμάτων στην αμμουδιά), λέξη ηχομιμητική. - catchpoll (= φοροσυλλέκτης),
σύνθετη λέξη από catch / chase (= αρπάζω / κυνηγώ), των capto, κάπτω + poullet (= κοτόπουλο), της ρίζας pau-1, ↔ paucity, poor, Paul, παραφίνη, παις. Προφανώς ο φοροσυλλέκτης αρχικά περιοριζόταν στα κοτόπουλα. - cater (= προμηθεύω φαγητό, σερβίρω),
από το γαλλικό acheter (= αγοράζω), από το λατινικό accapto, από ad + capto, κάπτω (καταπίνω, αρπάζω), ή από το accapito (= προσθέτω κεφάλαιο). - caterpillar (= κάμπια),
από το λατινικό catta pilosa (= τριχωτή γάτα), όπου το pilosa είναι συγγενές με τα πίλημα, πιλόω (συμπιέζω, αποξέω). - catheter (= καθετήρας),
από τον κάθετο, από κατά + ίημι. η κατάληξη -ήρ(ας) δηλώνει εργαλείο. Θα ήταν ορθότερο ο υπολογιστής να λεγόταν υπολογιστήρας. - cattle (= ζωικό κεφάλαιο),
από capital (= κεφάλαιο). - cauldron (= καζάνι),
από το λατινικό caldus (= ζεστός), από το αρχαίο κήλεος (δωρικός κάλεος) που σήμαινε «καυστικός», από το καίω, της ρίζας kele-1 (= θερμός). - cauliflower (= κουνουπίδι),
από τον καυλό + flower (= άνθος). - caulk (= στεγανοποιώ, καλαφατίζω),
από τό λατινικό calx (= ασβεστόλιθος), ↔ χάλιξ, σκάλλω (σκάβω). - cauponate (= εμπορεύομαι),
από το λατινικό caupo / copo (= έμπορος), ↔ κάπηλος (μικρέμπορος), για τον οποίο επικρατέστερες ετυμολογίες είναι από ρίζες που σχετίζονται είτε με το αφνειός (πλούσιος) είτε με το κάπτω. παράγωγο η κοπέλα. - causeway (= δρομάκι, διάδρομος),
απο το causey, κατά λέξη «δρόμος στρωμένος με ασβεστόλιθο», από τα calx / χάλιξ. Η ανεξάρτητη λέξη cause (= προξενώ, αιτία), από το λατινικό causa, είναι άγνωστης ετυμολογίας, όχι από την καύση όπως είχε προταθεί. Η λατινική casus (= αιτία, κάζο) προέρχεται από το cado (= πίπτω). - caution (= προσοχή),
από το caveo (= αποφεύγω), ↔ κοέω (αντιλαμβάνομαι), της ρίζας keu- / skeu (= παρατηρώ). εναλλακτικά από το κυέω (εγκυμονώ) ή από τα χάος, χαίνω. - cavitation (= σπηλαίωση),
από το λατινικό cavus (= σπήλαιο), όπως το cajole. - cease (= παύω),
από το λατινικό cedo (= υποχωρώ), όπως το accede. - Cecil, Cecilia (= Καικιλία),
από το λατινικό caecus (= τυφλός), πιθανώς σχετικό με τον Κάικο, μυθολογικό πρόσωπο και ποταμός της Μυσίας. - cede (= παραχωρώ),
από το λατινικό cedo (= υποχωρώ), όπως το accede. - ceiling (= οροφή),
από το celo (= κρύβω), ↔ κοίλος, της ρίζας kel-1 (= καλύπτω). - celebrity (= διασημότης),
από τα λατινικά celeber (= διάσημος), clueo (= φημίζομαι), από το κλέος (δόξα), με κύρια ονόματα που λήγουν σε -κλής / -κλεια, ↔ κλέω / κλείω (εγκωμιάζω). εναλλακτικά από κέλλω (ελαύνω). - celerity (= ταχύτης),
από το κέλλω (προχωρώ, εξοκέλλω, ειδικά για τα πλοία), της ρίζας kel-3 / keli- (= κινώ), από όπου προήλθε ο κέλης (ίππος και λέμβος). - cemetery (= νεκροταφείο),
από το κοιμητήριο, ↔ κοιμάμαι (κείμαι, κειμήλιο), της ρίζας kei-. - cenobite (= κοινοβίτης),
κατευθείαν από τα ελληνικά. - ceremonial (= τελετουργικός),
από το λατινικό caerimonia (= ιερότης), από τη σπουδαία ετρουσκική πόλη Caere. από εδώ προήλθαν οι τσιριμόνιες. - certain (= βέβαιος),
από το λατινικό cerneo (= κοσκινίζω, αποφασίζω), ↔ κρίνω, κρίμα, της ρίζας krei- (= κρίνω, κοσκινίζω), ↔ certificate. - certificate (= πιστοποιητικό),
από το cerno (= κρίνω), με αναγραμματισμό από το creno (= κοσκινίζω), από το κρίνω που σήμαινε αρχικά διαχωρίζω, κοσκινίζω. - cervix (= τράχηλος),
της ρίζας ker-1 (= κέρας), ↔ κάρνον, cranium, carat. - cesium (= καίσιο),
από το λατινικό caesius (= μπλε-γκρι), που σήμαινε επίσης «κοφτερός», από το caedo (= κόβω, φονεύω), ↔ καίνω (κτείνω, φονεύω) ή κεάζω (συντρίβω). Το καίνω δεν έχει σχέση με τα καίνυμαι, καινός, αλλά με την ευκαιρία. καινοτόμος ήταν αυτός που έσκαβε (έτεμνε) τη γη σε αναζήτηση νέου μεταλλείου. - cessation (= διακοπή, παύση),
από το λατινικό cedo (= υποχωρώ), όπως το accede. - cession (= μεταβίβαση),
όπως το accede. - chafe (= τσούζω, με φαγουρίζει),
από το λατινικό caleo (= θερμαίνω), βλ. chauffeur. - chair (= καρέκλα),
από τη λατινική cathedra, από κατά + έζομαι (κάθομαι), ↔ έδρα. - chalice (= δισκοπότηρο),
από το λατινικό calix, από κάλυκας / κύλικας. - challenge (= προκαλώ),
όπως το calumny. - chandelier (= πολυέλαιος),
όπως το candle. - chandler (= λαμπαδοποιός),
όπως το candle. - change (= αλλάζω),
από το λατινικό cambio (= συναλλάσσομαι, αλλάζω), από camba (= καμπή), ↔ κάμπτω, κάμπια, σανζμάν, της ρίζας kemb-. - channel (= δίαυλος, κανάλι),
από την κάννα (καλάμι). - chap (= νεαρός, φίλος),
όπως το cheap. - chapel (= παρεκκλήσι),
από το λατινικό cappella, υποκοριστικό του cappa (= κάπα, χιτώνας), από caput (= κεφαλή). - chaplain (= ιερέας),
όπως το chapel. - charity (= φιλανθρωπία),
από τα λατινικά caritas (= ευσπλαχνία), carus (= αγαπητός), όπως το caress. - charm (= γοητεία),
από το λατινικό carmen / casmen (= τραγούδι), από το cano (= τραγουδώ, ↔ καναχέω, της ρίζας keh2n-) + το επίθημα -men που δηλώνει ενέργεια. - charnel (= σαρκώδης),
από το λατινικό caro, carnis, της ρίζας sker-1 (= κόβω). - charter (= τσάρτερ, καταστατικό),
από το λατινικό chartula, υποκοριστικό των charta / χάρτης. - chase (= κυνηγώ),
από τα λατινικά capto / captio / κάπτω (μέλλων κάψω), της ρίζας kap-. - chassis (= σασί),
από τα capsa / κάψα, όπως το case #1. - chaste (= αγνός),
από την κάστα, caste, ομάδα ανθρώπων αποκομμένη, όπως το castrate. - chastise (= τιμωρώ),
από το λατινικό castigo, από castus (= αγνός) + ago (= άγω). - chateau (= πύργος),
από την όμοια γαλλική λέξη, της ρίζας kes-, όπως το caste. - chauffeur (= σοφέρ),
από την όμοια γαλλική λέξη, αρχικά για τον θερμαστή του σιδηροδρόμου, από το σύνθετο chauffer (= θερμαίνω): το πρώτο συνθετικό είναι από το λατινικό caleo (= θερμαίνω), από το αρχαίο κήλεος (δωρικός κάλεος) που σήμαινε καυστικός, ↔ καίω, calorie (= θερμίδα), της ρίζας kele-1 (= θερμαίνω). το δεύτερο συνθετικό είναι από το facio (= κάνω), της ρίζας dhe- του τίθημι. - cheat (= κλέβω, αντιγράφω),
από το λατινικό excado (= εκπίπτω), της ρίζας kad- (= πίπτω, θλίβομαι). - cheer (= ευθυμώ, κέφι),
με αρχική σημασία το πρόσωπο και την έκφρασή του, από την κάρα, της ρίζας ker-1 (= κέρας, κεφάλι), ↔ cranium, cervix. - cheese. Πρόκειται για δύο διαφορετικές λέξεις: η πρώτη είναι το τυρί, από το λατινικό caseus, ↔ καζεΐνη. Η δεύτερη σημαίνει “σωστό πράγμα” και είναι της ρίζας qwo- / qwi- (= ποίος).
- chelated (= συναρμοσμένος). Πρόκειται για χημικό όρο, από την χηλή (οπλή),
που εδώ αναφέρεται στις δαγκάνες του κάβουρα, από το χαίνω, καθώς όταν οι δαγκάνες κλείνουν σχηματίζεται ένα χάσμα. - cherish (= λατρεύω),
από το λατινικό carus (= αγαπητός), βλ. caress. - chieftain (= αρχηγός φυλής),
από το λατινικό capitaneus, από caput (= κεφαλή). - chilblain (= χιονίστρα),
από chill (= ψυχρός, βλ. cold) + παράγωγο της ρίζας bhel-2 (= φουσκώνω), ↔ φύλλο, φαλλός κ.α. - chill (= παγώνω, ψύχρα),
όπως το cold. - chin (= πηγούνι),
συγγενές με τα γένυς, γένειον, γνάθος, της ρίζας genw- / genu-2. - chloroform (= χλωροφόρμιο),
από το χλώριο + το λατινικό formica, ↔ μυρμήγκι (μύρμηξ). - choice (= επιλογή),
της ρίζας geus- της γεύσης. Από την ίδια ρίζα σχηματίζεται το δεύτερο συνθετικό της Βαλκυρίας, Valkyrie, γερμανικής θεότητας του πολέμου, με πρώτο συνθετικό που σημαίνει σκοτώνω. Ο κύριος και η κυρία προέρχονται από το κύρος, από το κυέω. - choir (= χορωδία),
από τον χορό. - choose (= διαλέγω),
όπως το choice. - chop (= κόβω, μπριζόλα),
από το αμάρτυρο λατινικό cuppare (= αποκεφαλίζω), από caput. Εναλλακτικά, από το γαλλικό couper (= κόβω), από τα λατινικά colpus / colaphus (= κόλαφος), ↔ κολάπτω (τσιμπώ) και / ή κλάω (σπάζω), με παράγωγο το κόλπο. - choral (= χορικό),
από τον χορό, της ρίζας gher-(= περικλείω, χαίρω) Στην πραγματικότητα υπάρχουν δύο gher- (1 και 2), με παράγωγα αδιακρίτως όπως χόρτος, choir, cohort, girdle, Hortence, ορτανσία, τοπωνύμια σε -gard. Μια άλλη εκδοχή συσχετίζει τον χορό με τη χείρα. - chorister (= χορωδός),
όπως το choral. - chrestomathy (= χρηστομάθεια),
συλλογή ευχάριστων κειμένων, διδακτικού χαρακτήρα, από χρηστός (χρήσιμος), της ρίζας gher-2, ↔ χαίρω, χρεία, χρησμός + μανθάνω. - christian (= χριστιανός),
↔ cretin, της ρίζας ghrei- (= τρίβω) του χρίω (αλείφω). - chthonic (= χθόνιος),
από το χαμαί. - chum (= φίλος),
από την έκφραση chambermate (= σύντροφος), σύνθετη λέξη από chamber, ↔ καμάρα, κάμπτω + mate. - church (= εκκλησία),
από τα κυριακόν δώμα / κυριακή οικία, της ρίζας keue- (= φουσκώνω), ώστε κύριος να σημαίνει ισχυρός, ↔ κυέω, κοίλος. - churl (= χωρικός),
γερμανικής προέλευσης, ομόρριζο με Charles, Carl, συγγενές με γέρων. Περιέργως, η ίδια λέξη εξελίχθηκε σε βασιλιά, στα τσεχικά kral, πιθανώς υπό την επίδραση του Καρολομάγνου, Charlemagne. - cilium (= βλεφαρίδα),
λέξη λατινική και αγγλική, ↔ κύλα, τα κοιλώματα κάτω από τα βλέφαρα. - cinder (= τέφρα, στάχτη),
από το λατινικό cinis, cineris (= στάχτη), ↔ κόνις, της ρίζας ken-. Από εδώ προήλθε η Cinderella (= Σταχτοπούτα). - cineration (= αποτέφρωση),
της ρίζας ken- (= κόνις). - cingular (= κυκλικός),
από το λατινικό cingulum (= κορσές, ζωνάρι), από το cingo (= περικυκλώνω), από circum (= κύκλος, κίρκος) + ago. - circuit (= κύκλωμα, σιρκουί),
από τα λατινικά circum (= κύκλος) + eo. - circular (= κυκλικός),
από το λατινικό circus (= κυκλική αρένα, τσίρκο, δακτύλιος), ↔ κρίκος, κίρκος (γεράκι), κύκλος. - circumlocution (= περίφραση),
από τα λατινικά circus (= κυκλικός) + loquor (= ομιλώ), ↔ λάσκω (φωνάζω, βροντώ), βλ. locution. - cis- (= από αυτή τη μεριά),
πρώτο συνθετικό λατινογενών και ιδίως χημικών λέξεων, της ρίζας ke- / ki- / ko- (= αυτός), ↔ εκείνος, σήμερα (εκεί + ημέρα), hence, his, it, harass, (et) cetera. - cisgender (= φυλοαμετάβατος),
από cis- και gender. To αντίθετο είναι transgener. - cistern (= υπόγεια δεξαμενή),
από τη λατινική cisterna, την κίστη (κιβώτιο), ↔ στέρνα. - citation (= αναφορά, παραπομπή, κλήτευση),
από cite (= παραθέτω, μνημονεύω), από τα λατινικά citο / cieο, ομόριζο και ίδιας σημασίας με κινώ, ↔ κοιμάμαι, κοίτη, κώμη, της ρίζας kei- / key- (= κείμαι). - cite (= αναφέρω),
από το λατινικό cieo / cito, όπως το citation. - citrus (= κίτρο),
όπως το cedar. - city (= πόλη),
από το λατινικό civitas (= πολιτεία), όπως το citation. - civic (= αστικός, δημοτικός),
όπως το city. - civil (= πολιτικός, εμφύλιος),
όπως το civic. - clack (= κροταλίζω),
από το ηχοποίητο κλάζω / γλάζω (κράζω, τραγουδώ μεγαλοφώνως), ↔ κλαγγή, γλώσσα, της ρίζας glag- /gal-. - clade (= κλάδος, βιολογικός όρος),
από το κλάω (σπάζω), ↔ κλήρος, κλήμα, κλάσμα. Δεν έχει σχέση με το clad (= ντυμένος), μετοχή του clothe, γερμανικής καταγωγής. - claim (= διεκδικώ, ισχυρίζομαι),
της ρίζας kele- (= κελεύω, καλώ). - clairvoyance (= μαντική ικανότητα),
σύνθετη λέξη από τα γαλλικά clair (= clear) + voir (= βλέπω), της ρίζας weid- του ορώ. - clammy (= κολλώδης),
της ρίζας glei- (= γλοιός), ↔ γλήμη (τσίμπλα), γλίνα, σύγλινο, γλουτένη. - clamorous (= θορυβώδης),
από το λατινικό clamor (= κραυγή), ↔ clamo (= καλέω / καλώ), στον παρακείμενο κέκλημαι / κέκλαμαι, κλητήρ. - clan (= φυλή),
από το λατινικό planta (= κλάδος, φυτό), της ρίζας plat- / pele-2 (= απλώνομαι), ↔ πλατύς. - clandestine (= κρυφός),
της ρίζας kel-1 (= καλύπτω), ↔ κελλί, κολεός. - clang (= κλαγγάζω, για μεταλλικό ήχο),
όπως το clack. - clap (= χειροκροτώ),
ηχοποίητη λέξη. - class (= κλάση, τάξη),
από το λατινικό classis, από τα calo / καλώ. Η λέξη προέκυψε από τη διαίρεση των Ρωμαίων σε κατηγορίες για φορολογικούς λόγους, κάτι που γινόταν με δημόσια εκφώνηση, όπως συνέβαινε με την πρώτη κάθε μήνα με το calendarium, βλ. calendar. Η αρχαία κλάσις είναι ανεξάρτητη λέξη που σήμαινε σπάσιμο, από το κλάω, ↔ κλάσμα, κλαδί, clastic. - clastic (= κλαστικός),
από το αρχαίο κλάω (σπάζω), όπως κλάσμα, αρτοκλασία. - clause (= πρόταση, ρήτρα),
από clausus (= κλειστός = close). - claustrophobia (= κλειστοφοβία),
όπως clause + φοβία. Σημειώνεται η ύπαρξη πολυάριθμων ελληνογενών λέξεων, πάνω από 40, με δεύτερο συνθετικό το -phobia, της ρίζας bhegw- (= φεύγω), ↔ fugitive, φυγάς. Για μια ενδιαφέρουσα φοβία βλ. coulrophobia. - clavier (= πληκτρολόγιο),
από claudo (= κλείνω), ↔ κλειδί, cloy, clove, της ρίζας klau- / (s)kel-. - claviger (= κλειδούχος),
σύνθετη λέξη από claudo (= κλείνω), ομόρριζα, της ρίζας klau- / (s)kel- και από gero / φέρω. - clean (= καθαρός),
της ρίζας gel- (= λάμπω), ↔ γελώ, γαλήνη, γλαυξ, γλήνη (κόρη οφθαλμού). - clear (= απομακρύνω, διάφανος, σαφής),
από τα calo / καλώ, της ρίζας kele-2. - cleat (= αθλητικά παπούτσια με καρφιά),
της ρίζας glei- (= κολλώδης), όπως το clay. - cleave (= σπάζω),
από το γλύφω των γλυπτών, όπου η γλυφή (σκάλισμα), υπάρχει στα αγγλικά ως αρχιτεκτονικός όρος, glyph, της ρίζας gleubh-. εναλλακτικά από το κλάω (σπάζω), ↔ γλαφυρός. Σημειώνεται ότι υπάρχει κι ένα άλλο cleave, αντίθετης σημασίας (= προσκολλώμαι), γερμανικής προέλευσης, αλλά επίσης ελληνικής συγγένειας, της ρίζας gloi- (= κολλώ), ↔ γλοία, clay. - cledonism (= περιφραστική ομιλία προς αποφυγή ανεπιθύμητων λέξεων),
από τα αρχαία κληδονίζω (μαντεύω), κληδών (οιωνός, αγγελία, φήμη), κλέω (δοξάζομαι), εξού ο κλήδωνας, της ρίζας kele-2 (= καλώ), ↔ κέλαδος (θόρυβος). - cleft (= σχισμή, λακάκι πηγουνιού),
της ρίζας gleubh- (= σπάζω) του γλύφω, ↔ clever, clove. - clemency (= επιείκεια),
από το λατινικό clino (= κλίνω), ↔ Κλήμης, Clemens, clement (= επιεικής), της ρίζας klei-. - clergy (= κλήρος),
από clericus (= κληρικός), από το κλάω (σπάζω). - clerk (= ιερωμένος, υπάλληλος),
όπως το clergy. - clever (= έξυπνος),
της ρίζας gleubh- (= σπάζω), ↔ cleave, γλύφω. - client (= πελάτης),
από τα clueo (= είμαι σεβαστός), κλύω (ακούω, εννοώ). εναλλακτικά, της ρίζας klei- (= κλίνω). - cliff (= γκρεμός),
όπως το cleft. - climate (= κλίμα),
από clino (= κλίνω). - climax (= κορύφωση),
χρησιμοποιήθηκε αρχικά στη ρητορική, από την κλίμακα, όπως το climate. - clique (= κλίκα),
από την ομώνυμη γαλλική λέξη, συγγενής με την claque (= κλάκα), ηχοποίητες λέξεις. - cloaca (= υπόγειος οχετός),
της ρίζας kleue- (= ξεπλένω), ↔ κλύζω, κλύσμα. - cloisonné (= κλουαζονέ),
γαλλική λέξη για μια τεχνική της κοσμηματοποιίας με σμάλτο, από το cloison (= διαχωριστική κατασκευή), απο το λατινικό claudo (= κλείνω, στα αρχαία κλείω), ↔ κλειδί, κλωβός. - clone (= κλώνος, κλωνοποιώ),
όπως το clade. - close (= κλείνω),
από claudo (= κλείνω), από το λατινικό claudo (= κλείνω, στα αρχαία κληίζω), της ρίζας klau (= άγκιστρο), ↔ κλειδί, κλωβός. - clot (= θρόμβος),
της ρίζας glei- / gloy- (= κολλώδης), ↔ γλία, γλοιός, clay. - cloth (= ένδυμα),
από τα γερμανικά Kleid (= φουστάνι), συγγενές του kleben (= κολλώ) και των γλία, γλοιός, clay, της ρίζας glei- / gloy-. - clout (= μπάλωμα, ένδυμα),
όπως το clot. - clove. Πρόκειται για δύο διαφορετικές λέξεις: η πρώτη σημαίνει «μοσχοκάρφι, γαρίφαλο), όπως το clavier, ενώ η δεύτερη είναι η σκελίδα του σκόρδου, της ρίζας gleubh-
(= γλύφω). - cloy (= αηδιάζω, λιγώνω),
από το λατινικό claudo (= κλείνω, στα αρχαία κληίζω), της ρίζας klau (= άγκιστρο), ↔ κλειδί, κλωβός, autoclave. - clue (= ένδειξη),
της ρίζας glei- (= κολλώδης), ↔ γλοιώδης, από γερμανική λέξη για τούφα μαλλιού (αναφορά στον μίτο της Αριάδνης). Εναλλακτικά από το κλύω (ακούω, εννοώ). - clummy (= τσίμπλα),
↔ γλήμη, όπως το clay. - cluster (= κλάστερ, πλειάδα, συστάδα, συστοιχία, σύνολο, συγκρότημα). Πρόκειται για όρο ευρείας αποδοχής που χρησιμοποιείται σε πολλές επιστήμες, εξού οι διάφορες μεταφράσεις. Κατά σύμπτωση στην αρχαία αγγλική υπήρχε η λέξη clyster που σήμαινε το κλύσμα, από την ελληνική λέξη κλυστήρ = σύριγγα, κλύσμα, αλλά και κλωστήρι, από το κλύζω = περιβρέχω, καθαρίζω. Αυτή η σύμπτωση οδήγησε σε παρετυμολογία. Η σύγχρονη εκδοχή θέλει το clyster να είναι λέξη παλαιογερμανικής καταγωγής που σήμαινε δεσμίδα και κλαδί, ↔ clot
(= θρόμβος). - coagulate (= πήζω),
από τα λατινικά coagulum (= πυτιά), από cogo, από cum + ago. - coarse (= τραχύς),
από το λατινικό crassus (= παχύς), ↔ κρας, δωρική μορφή για το κρέας. Εναλλακτικά βλ. grease. - coax (= καλοπιάνω),
πιθανώς ↔ cock, κίκκος (κόκορας), λέξεις ηχοποίητες. - cockle (= κυδώνι, το όστρακο),
από τα κοχύλι, κόγχη. - cockpit (= καμπίνα πιλότου),
αρχικά ήταν η αρένα για τις κοκορομαχίες, από cock (= κόκκορας) που είναι ηχοποίητη λέξη + pit (= τρύπα) του παίω. - cockroach (= κατσαρίδα),
από την ισπανική cucaracha, από κόκκυξ (κούκος), λέξη ηχοποίητη. - coddle (= σιγοβράζω, περιποιούμαι),
από το λατινικό caleo (= θερμαίνω), βλ. chauffeur. - codeine (= κωδεΐνη),
από την αρχαία κώδεια («κεφαλή» φυτών, ιδίως της παπαρούνας), της ρίζας kel- (καλύπτω), ↔ κοίλος, κώδων, κώος / κως (κάλυμμα, σπήλαιο). - coemption (= αγορά όλης της σοδιάς),
από cum + emo. - coerce (= εξαναγκάζω),
από τα λατινικά cum + arceo (= εγκλείω), ↔ αρκέω (αποκρούω) / άρκος (βοήθεια), αρκετός, της ρίζας ark- / h2erk- (= περιέχω). - coeval (= σύγχρονος, συνομίληκος),
από τα λατινικά cum + aevum, (= αιώνας), από το αεί, της ρίζας aiw- (= ζωτική δύναμη), ↔ eternal, ever, eon. - cogent (= πειστικός),
από το λατινικό cogito (= σκέπτομαι), από cum + ago / άγω. - cogitate (= σκέπτομαι),
όπως το cogent. - cognizance (= γνώση, αντίληψη),
από cognitus, notus (= γνωστός), ↔ γνώθω (νιώθω), γιγνώσκω. - coherent (= συνεκτικός, λογικός),
από cum + haereo (= κολλώ), ↔ αιρέω (προτιμώ, άρα «κολλάω» σε κάτι). - cohesive (= συνεκτικός),
όπως το coherent. - cohort (= κουστωδία, κοόρτη),
από το λατινικό cohors (= περίκλειστος χώρος, έπαυλη, τάγμα), από cum + hortus (= κήπος), της ρίζας gher-1 (= κυκλώνω), ↔ garden, χόρτος. - coil (= σπείρα, ρολό, τυλίγω),
από το λατινικό colligo (= συλλέγω), από το lego (= διαλέγω, συλλέγω), της ρίζας leg- (= λέγω). - coitus (= συνουσία),
από τα λατινικά cum (= συν) + ρηματικό τύπο του eo (= πηγαίνω), ↔ είμι, ίημι. Σημειώνεται η ομοιότης της προστακτικής στα ite (= ίτε, πηγαίνετε). - colander (= σουρωτήρι),
από τα λατινικά colatorium, υποκοριστικό του colum (= κόσκινο), του colo (= διυλίζω), ↔ υλίζω, υλέω. - colcothar (= δισίδηρος τριοξίδιο),
λειαντικό μέσο των χρυσοχόων, jeweller’s rouge, από το ισπανικό colcotar, παραφθορά του χάλκανθου μέσω αραβικής ονομασίας. - cold (= κρύος),
από τα λατινικά gelidus, από gelu (= παγωνιά, πάχνη), δια της γερμανικής οδού, ↔ γελάω (σημαίνει επίσης λάμπω), χλωρός, γελανδόν (ψυχρώς), της ρίζας gel-. Στο λεξικό του Ησύχιου αναφέρεται η λέξη γελανδρόν για το παγωμένο. - collapse (= καταρρέω),
από cum + labo (= παραπατώ, ολισθαίνω). το ρήμα είναι της ρίζας (s)leig- / sleidh- (γλιστρώ), ↔ ολισθ(ηρ)ός, λίγδην (με τριβή, ακροθιγώς), λίγδα, πιθανώς συγγενές με τη βλάβη ή τη λώβη (ατιμία). Εναλλακτικά από το robur (= δρυς), ↔ ερυθρός. Το ουσιαστικό, collapsus, είναι ιατρικός όρος, το κολάπσους. - collard (= λαχανίδα),
από τη σύνθετη λέξη colewart, από cole (= λάχανο), ↔ καυλός, + wort (= χόρτο). - collate (= καταγράφω, συγκεντρώνω),
όπως το ablate. - collateral (= παράπλευρος),
όπως το ablate. - collect (= συλλέγω),
όπως το coil. - colligate (= συνδέω),
της ρίζας leig-, ↔ alloy, ally, λύγος (λυγαριά). - collimate (= ευθυγραμμίζω),
από το λατινικό linea (= γραμμή), ↔ lint, align, λινάρι. - collision (= σύγκρουση),
από cum + laedo (= χτυπώ), για την ετυμολογία του οποίου υπάρχουν πολλές εκδοχές. Μια εξ αυτών προτείνει τον μέλλοντα λαϊδώ της δωρικής μορφής του αρχαίου ληΐζομαι (= χτυπώ, καταστρέφω), ↔ λαιδρός (τολμηρός), λίστρον (σκαπάνη) κ.α. - colloquial (= καθομιλουμένη, εννοείται γλώσσα),
από cum + loquor (= ομιλώ), από το αρχαίο λάσκω (φωνάζω, κροτώ) ή από τον λόγο, όλα της ρίζας tolkw-. - colloquium / colloquy (= συμπόσιο, μικρό συνέδριο),
όπως το colloquial. - colon. Πρόκειται για δύο διαφορετικές λέξεις: η πρώτη σημαίνει το έντερο και είναι από το αρχαίο κώλος (πρωκτός), ενώ η δεύτερη σημαίνει κόμμα και μέλος (σώματος, στίχου),
από τα κόλον ή κώλον (διαφορετικές λέξεις). - colony (= αποικία),
από το λατινικό colo (= κατοικώ), της ρίζας kwel (= περιστρέφομαι), ↔ κύκλος, τέλος, collar, wheel. - columbarium (= περιστερώνας),
από το λατινικό columba (= περιστέρι), από τα κολυμβίς (πτηνό) / κολυμβώ. - columbine (= περιστερίσιος, φυτό, κολομπίνα),
όπως το columbarium. Παράγωγο είναι το σύνθετο κύριο όνομα Malcolm, σκοτσέζικης προέλευσης που σημαίνει «οπαδός της Αγίας Κολούμπας». - columbium (= νιόβιο),
όπως το columbarium. - comb (= χτένα, χτενίζω),
της ρίζας gembh- (= δαγκώνω), ↔ γόμφος (καρφί, σύνδεσμος), γομφίος (το δόντι τραπεζίτης). - combo (= συγκρότημα),
συντομογραφία του combination (= συνδυασμός), από cum + binary (= δυαδικός). - comburent (= καύσιμος),
από τα λατινικά cum + ambi + uro (= καίω), ↔ εύω (καψαλίζω), της ρίζας hues- (= καίω). Από εδώ προέκυψε το βενετσιάνικο μπουρλότο, στα ιταλικά brulotto, μέσω του γαλλικού brûler / brusler (= καίω). - combustion (= καύση),
όπως το comburent. - come (= έρχομαι),
της ρίζας gwem- / gwa- του λατινικού venire, ↔ βαίνω, βήμα. - comestible (= φαγώσιμα),
από το λατινικό comestus, από cum + edo (= έδω, εσθίω), της ρίζας ed- (= έδεσμα), ↔ eat. - comet (= κομήτης, εννοείται αστήρ),
από την κόμη που τους συνοδεύει, σαν ουρά. Η κόμη προέρχεται από το ρήμα κομμώ / κοσμώ (καλλωπίζω). κομήτης σήμαινε αρχικά «μακρυμάλλης». - comity (= αβρότητα),
από το λατινικό comes, comitis (= κομψός, σύντροφος), από cum + ρίζα smei- (= γελώ), ↔ smile / μειδιώ. Μια άλλη εκδοχή προτιμά ως δεύτερο συνθετικό το itus, ρηματική μορφή του eo (= πηγαίνω). το έω είναι εναλλακτικός τύπος των είμι / ίημι. - command (= διατάσσω, κάνω κουμάντο),
από manus (= μάρη), το χέρι, ↔ Edmund, + do (= δίδω). - commando (= κομάντο),
όπως το command. - commence (= ξεκινώ),
από τα λατινικά cum + initio (= αρχίζω), βλ. initial. - commend (= επαινώ, συγχαίρω),
όπως το command. - commensal (= συμβιωτικός, κατά λέξη «ομοτράπεζος»),
από τα λατινικά mensa (= τραπέζι), mesa (= οροπέδιο), της ρίζας me-2 (= μετρώ), ↔ meal, mouth, moon, semester, immense, symmetry, μήνη. - comment (= σχολιάζω),
από τα λατινικά cum + mens, mentis (= σκέψη, πνεύμα, διάνοια), της ρίζας men-1 για τις νοητικές λειτουργίες, ↔ μένος, μανία, μάντις, μνεία, μνήμη κ.α. παράγωγα των μάω / μνώμαι. - comminuted (= συντριπτκός),
από μινυός (μικρός), της ρίζας mei-2, ↔ minor, μειώνω. - commissary (= κομισάριος, διοικητικός επίτροπος),
από mitto (= στέλνω, βάζω), ↔ μετιώ (ρίχνω, υποχωρώ). - commission (= προμήθεια),
όπως το commissary. - committee (= επιτροπή),
από το λατινικό committo (= ενώνω), από cum + mitto (= στέλνω, βάζω), ↔ μετιώ (ρίχνω). - commodity (= εμπόρευμα),
της ρίζας med- (= μετρώ), ↔ modus (= τρόπος), μέδω, μήδομαι. - common (= κοινός),
από τα λατινικά cum + επίθημα της ρίζας mei-1 (= αλλάζω), της αμοιβής. - compare (= συγκρίνω),
από cum + paro (= παράγω, ετοιμάζω), ↔ πείρα, πείρω (διαπερνώ). Στα ιταλικά υπάρχει το παρόμοιο ρήμα comparire (= εμφανίζομαι), από το οποίο προήλθε ο κομπάρσος. - compassion (= συμπόνια),
από το λατινικό patior (= υποφέρω), ↔ παθέω, πάσχω. - compatible (= συμβατός),
όπως το compassion. - compel (= εξαναγκάζω),
από το λατινικό compello (μετοχή compulsus), από cum + pello (= ωθώ), της ρίζας pel-5, όπως τα πάλλω, ψάλλω. - compile (= συγκεντρώνω),
όπως τα pile / πέλος. - complacent (= εφησυχασμένος),
της ρίζας plak-2 (= κτυπώ), ↔ πλήσσω, πλάζω. - complain (= παραπονούμαι),
όπως το complacent. - complaisant (= ενδοτικός),
όπως το complacent. - complement (= συμπλήρωμα),
από compleo (cum + pleo), ↔ πίμπλημι, πλούτος, της ρίζας pleh-1 (= γεμίζω). - complementary (= συμπληρωματικός),
όπως το complement. - complete (= συμπληρώνω),
όπως το complement. - complex (= πολύπλοκος, σύμπλεγμα),
επίσης χημικός (σύμπλοκο) και μαθηματικός (μιγαδικός) όρος, από το λατινικό ρήμα plecto ή plico (= πλέκω). Τέτοιες λέξεις, plecto / plico, χαρακτηρίζονται ως doublets (= διπλές), στα ελληνικά θαμιστικές, από το θαμά (= συχνά) του τίθημι. - complexion (= χρώμα δέρματος),
από cum + plecto (= πλέκω). - complication (= δυσκολία),
από plecto ή plico (= πλέκω). - complimentary (= φιλοφρονητικός),
όπως το complement. - comply (= συμμορφώνομαι),
όπως το complement. - component (= συστατικό, από το λατινικό compono
(= συναρμολογώ), από cum + pono (= θέτω). Το ρήμα από την πρόθεση από (apo)- + sino (= φεύγω), της ρίζας tkei- / tkey-, ↔ κώμη, home, positive, situation. - comport (= συμμορφώνομαι),
από cum + porto (= φέρω), ↔ πόρος, της ρίζας per-2 (= οδηγώ). - compose (= συνθέτω),
από το γαλλικό composer που δεν προέρχεται από το λατινικό pono αλλά από το pauso, της παύσης. - composite (= σύνθετο υλικό),
όχι από το compose, αλλά από το λατινικό compono (= βάζω μαζί), όπως το component. - compost (= φυσικό λίπασμα),
όπως το composite. - comprehensible (= περιεκτικός),
βλ. apprehend. - comprise (= συνιστώ),
από το λατινικό prendo / prehendo (= αρπάζω), ↔ χανδάνω (κατέχω). - compromise (= συμβιβάζομαι),
από mitto (= στέλνω, βάζω), ↔ μετιώ (ρίχνω, υποχωρώ). - compulse (= εξαναγκάζω),
της ρίζας pel-5 (= πάλλω), ↔ πόλεμος, παλάμη, πολτός. - compulsory (= υποχρεωτικός),
όπως το compulse. - compunction (= τύψεις),
από cum + point, της ρίζας peug- / peuk- (= τρυπώ, τσιμπώ), ↔ πυγμή. - conation (= καθήκον, φυσική τάση),
από τα αρχαία κονέω (ενεργώ) / εγκονέω (σπεύδω), ↔ εγκονίς (υπηρέτρια), ακονιτί (άνευ μόχθου), διάκονος, της ρίζας ken- (= σπεύδω). - concave (= κοίλος),
από το λατινικό cavus (= σπήλαιο), όπως το cajole. - concealer (= κονσίλερ),
καλλυντικό, από conceal (= κρύβω), του λατινικού celo, ↔ cell, ceiling, occult, κέλυφος, κολεός, καλιά (καλύβα), της ρίζας kel- (= καλύπτω). - concede (= παραδέχομαι),
από cum + λατινικό cedo (= υποχωρώ), όπως το accede. - conceit (= έπαρση),
από cum + capio (= αρπάζω), κάπτω (καταβροχθίζω), της ρίζας kap-. - conceive (= συλλαμβάνω, σκέφτομαι),
όπως το conceit. - concent (= συμφωνώ),
της ρίζας kan- (= τραγουδώ), ↔ εικανός / ηικανός, incentive, cantata. Δεν πρέπει να συγχέεται με το ομόφωνο και παρόμοιας σημασίας consent (= συναινώ), από το λατινικό sentio (= αισθάνομαι). - conceptual (= νοητικός, εννοιoλογικός),
από το concipio = conceive. - concern (= διακρίνω, αφορώ),
από cerno (= διαχωρίζω), από κρίνω, της ρίζας krei- (= κοσκινίζω), ↔ κρίση. - conciliate (= συμβιβάζω),
από το calo (= καλώ). - conclave (= κονκλάβιο),
από το λατινικό claudo (= κλείνω), της ρίζας klau (= άγκιστρο), ↔ κλειδί, κλωβός, close. - conclude (= καταλήγω, ολοκληρώνω),
από claudo (= κλείνω). δεν ισχύει πλέον η πρόταση από το claudeo (= κουτσαίνω), ↔ κολοβός. - concoct (= παρασκευάζω),
της ρίζας pekw- (= μαγειρεύω), ↔ πέπτω, cook. - concomitant (= ταυτόχρονος, επακόλουθος),
από το λατινικό comes (= σύντροφος), όπως το comity. - concord (= συμφωνία),
cum + cordis (= καρδιά). υπήρχε και ρωμαϊκή θεά Concordia, του γάμου και της ομόνοιας. - concubine (= παλλακίδα),
από τα λατινικά cubo (= κύπτω, κοιμάμαι), cubus (= μάζα, κύβος). - concuss (= συντρίβω),
από τα λατινικά quasso (= συντρίβω), quatio (= ανακατεύω, σείω), ↔ πάσσω, κονκασέ. - condemn (= καταδικάζω),
από το λατινικό damnum (= απώλεια), της ρίζας dap- / deh2p- (= μοιράζω / θυσιάζω), ↔ δαίω / δαίομαι (μοιράζω), δαίμων, daemon, δάπτω (καταβροχθίζω), δασμός, δαπάνη, δάνειο, δαις (φαγητό), συνδαιτημών, δείπνο, επιδαψιλεύω (παρέχω πλουσιοπάροχα). Ένα άλλο δαίω σημαίνει «καίω». Το αρχαίο δίζω (διστάζω) προέρχεται από τα δις / δύο + ίστημι), με παράγωγο, κατά μια άποψη, το zeal (= ζήλος). - condense (= συμπυκνώνω),
από το λατινικό densus (= πυκνός), ↔ δασύς. - condescend (= καταδέχομαι),
από το scando (= αρχικά σκαρφαλώνω), βλ. ascend. - condign (= δίκαιος, άξιος),
της ρίζας dek- (= δοκώ, δέχομαι), ↔ doctor, docile, paradox, όχι όμως του δέκα που είναι της ρίζας dekm-, στα λατινικά decem, ↔ decimal. - condiment (= καρύκευμα),
από το λατινικο condo (= κτίζω, αποθηκεύω), από cum + condere (απαρέμφατo), όχι του do (= δίδω), αλλά της ρίζας dhe- (= βάζω, κάνω), ↔ facio / τίθημι, θέμα. - condition (= κατάσταση, προπονώ, προϋποθέτω),
από τα λατινικά cum + dico (= λέγω), ↔ δείκνυμι. - condolence (= συμπόνια),
από το λατινικό doleo (= πληγώνω), της ρίζας delh-1(= σχίζω, κομματιάζω), ↔ δέλτος, δαιδάλλω, δηλητήριο. - condom (= προφυλακτικό),
από το ιταλικό guanto (= γάντι), γαλλικό guant, γερμανικής προέλευσης. - condone (= συγχωρώ),
από το do (= δίδω). - conduit (= αγωγός),
της ρίζας deuk- (= έλκω, οδηγώ), ↔ δούκας, duke, tie. - coney / cony (= κουνέλι),
από τον αρχαίο κόνικλο, μέσω λατινικών και ισπανικών λέξεων. H εύλογη ετυμολογία είναι του συγγραφέα, δεδομένου ότι τα λεξικά αποσιωπούν την απώτερη καταγωγή των λέξεων. - confess (= εξομολογούμαι),
από τα λατινικά confiteor, cum + fateor (= εξομολογούμαι), από for (= ομιλώ), ↔ φημί, φήμη, της ρίζας bha-2 (= φωνή, ομιλώ). - confident (= πεπεισμένος, σίγουρος),
από τα λατινικά cum + fides (= πίστις), ↔ fido / πείθω, της ρίζας bheidh-. - configuration (= απεικόνιση),
από figure, ↔ τείχος, θίγω, fiction, της ρίζας dheigh- (= σχηματίζω). - confine (= περιορίζω),
από fine (= φίνος, καθαρός), από το λατινικό finis (= τέλος), της ρίζας dheigh- (= σχηματίζω), ↔ τείχος, figo (= fix = στερεώνω), φις (το γαλλικό fiche). - confirm (= επιβεβαιώνω),
όπως το firm. - confiteor (= προσευχή μετάνοιας),
από το ομώνυμο λατινικό ρήμα (= εξομολογούμαι), όπως το confess. - conflate (= συγχωνεύω),
της ρίζας bhel-2 (= πνέω, φουσκώνω). - confluence (= συμβολή),
από τα λατινικά cum + fluo (= ρέω), από φλέω (αφθονώ) / φλύω (αναβράζω). - confound (= συγχέω),
από το fundo, ↔ χέω (χύνω, της ίδιας σημασίας), της ρίζας gheu-. - confuse (= συγχέω),
όπως το confound. - confute (= αντικρούω),
της ρίζας bhau- (= κτυπώ), όπως το abut. - congeal (= πήζω),
της ρίζας gel-, όπως το cold. - congener (= ομοειδής),
από το γένος. - congest (= παραγεμίζω, προκαλώ συμφόρηση),
όπως το gest. - congratulate (= συγχαίρω),
από το λατινικό gratus (= ευχάριστος), όπως το agree. - congruent (= σύμφωνος, ίσος),
από το λατινικό congruo (= συγκρούομαι), από cum + πιθανώς (g)ruo, ρήματα αθησαύριστα, της ρίζας ghr(e)uho- (= εφορμώ), ↔ χράω (εφορμώ, ενσκήπτω). εναλλακτικά από το ορούω, βλ. ruin. Σημειώνεται ότι υπάρχουν άλλα δύο χράω: το πρώτο, της ρίζας ghrei-, σημαίνει «ξύνω, εγγίζω», ↔ abrasive, χρώμα, χρίσμα, ενώ το δεύτερο σημαίνει «χρησμοδοτώ», βλ. chrestomathy. - conjecture (= εικασία),
από το λατινικό iaceo (= ρίχνω), της ρίζας ye- (= ρίχνω), του ίημι. - conjunctivitis (= επιπεφυκίτις),
από τα λατινικά membrane comjunctiva (= συνδετική μεμβράνη), της ρίζας yeug- (= συνδέω), ↔ yoke, junta, ζυγός. - conjure (= επινοώ),
από το λατινικό δίκαιο, ius, της ρίζας h2ey- (αναφέρεται σε μακρό χρόνο), ↔ αεί, αιών, eon, υγιής, hygienic. - connate (= δίδυμος, συμφυής),
της ρίζας gene- (= γίγνομαι, γένος). - connectivity (= τρόπος σύνδεσης),
από connect (= συνδέω), από τα λατινικά necto (= συνδέω), nodus (= κόμβος), της ρίζας ned- / gnod-, ↔ νέω (= συσσωρεύω), διαφορετικό των νέω (κολυμπώ) και νέω (γνέθω). - connivance (= συνενοχή),
από το λατινικό conniveo (= ανοιγοκλείνω τα μάτια), από το νεύω. - connoisseur (= ειδήμων, γνώστης),
από τα λατινικά nascor / gnascor (= γεννιέμαι), gigno (= γεννώ), ↔ γίγνεσθαι, γένος. - connubial (= συζυγικός),
από το λατινικό nubo (= καλύπτω, νυμφεύομαι), της ρίζας snewbh- (= νύφη), ↔ το λατινικό nubes (= νέφος). - conquer (= κυριαρχώ, τελειοποιώ),
από το λατινικό quaero (= ερωτώ), ↔ πεπαίνω (ωριμάζω), πέπαμαι (αποκτώ). - conquest (= κατακτώ),
όπως το conquer. - conscience (= συνείδηση),
από cum + science. - conscientious (= προσεκτικός),
όπως το προηγούμενο. - conscious (= αυτός που έχει τις αισθήσεις του, όπως το conscience.
- consecrate (= καθαγιάζω),
από cum + sacer (= ιερός), από το άγος, αντικείμενο θρησκευτικού φόβου και ευλάβειας, από το άζομαι (σέβομαι). - consent (= συμφωνώ),
από τα λατινικά cum + sentio (= αισθάνομαι), όπως το assent. - consign (= αποστέλλω),
από cum + signum (= σημάδι), ↔ έπομαι. - consist (= συνίσταμαι),
από τα λατινικά consto / consisto, ↔ κόστος, κοστίζω. - consolation (= παρηγοριά),
από τα λατινικά cum + solor (= παρηγορώ), ↔ solus (= όλος), ιλάσκομαι (καταπραΰνω), ιλαρός, εξιλέωση. - console (= παρηγορώ και κονσόλα),
όπως το consolation. - consonant (= σύμφωνο),
από sonus (= ήχος), από τον τόνο, από το τείνω. - consortium (= συνεταιρισμός, κοινοπραξία),
από sors, sortis (= τύχη), της ρίζας ser- (= ενώνω), ↔ είρω, όρμος - conspicuous (= φανερός),
από το λατινικό specio (= παρατηρώ), ↔ σκοπώ, σκέπτομαι. - conspire (= συνομωτώ),
από cum + spiro (= αναπνέω), ↔ σπαίρω (σπαρταρώ). - constable (= αστυφύλακας),
από stabulum (= στάβλος). - consternation (= πανικός, κατάπληξη),
της ρίζας ster-2 (= απλώνομαι), ↔ στέρνο, στρατός. - constipation (= δυσκοιλιότητα),
από cum + stipo (= συμπιέζω), από stipes (= κορμός δέντρου), ↔ στέφω, stiff, της ρίζας steip- (= συμπιέζω). - constitution (= σύνταγμα),
απο statuo, από sto (= ίστημι). - constrain (= αναγκαζω, συγκρατώ),
από το stringo (= αρπάζω, τσιμπώ), όπως το stress. - constrict (= συσφίγγω),
όπως το stress. - construct (= κατασκευάζω),
από το λατινικό struo (= κατασκευάζω, συσσωρεύω), από στρώω, στρώμα, της ρίζας stere- (= απλώνω). - consulate (= προξενείο),
όπως το consult. - consult (= συμβουλεύω). Υπάρχουν δύο εκδοχές, είτε από cum + τη ρίζα sal-
(= παίρνω), από αθησαύριστο λατινικό ρήμα αναφερόμενο στη σύγκληση της Γερουσίας, είτε (μάλλον επικρατέστερη) από τα soleo / suesco (= συνηθίζω), ↔ εός (αντωνυμία), ίδιος, idiom, έθνος, ήθος, έθω (= συνηθίζω), έθνος, ήθος, όλες σύνθετες λέξεις από τις ρίζες swe- (= εαυτός) + dheh1 (= θέτω). Μια τρίτη εκδοχή, όπως τα insult και result, δεν ευσταθεί. - contagion (= μετάδοση),
από cum + tango (= αγγίζω), της ρίζας tag-, ↔ integer, taste, entire, τάξις. - contain (= περιέχω),
από tendo (= τείνω). - container (= κοντέινερ),
όπως το contain. - contaminate (= μολύνω),
από cum + tango (= αγγίζω), ↔ τάσσω, της ρίζας tag-. - contemplate (= σκέπτομαι, περιεργάζομαι),
από cum + temple (= ναός), από tempus, temporis (= χρόνος), ↔ temno (= τέμνω), τμήμα. - contemporary (= σύγχρονος),
όπως το contemplate. - contempt (= ασέβεια, περιφρονώ),
όπως το contemplate. - contend (= αντιμετωπίζω, διαγωνίζομαι),
από cum + tendο, όπως το attempt. - content (= ικανοποιημένος),
όπως το contain. - contentious (= εριστικός),
όπως το contend. - contest (= διαγωνίζομαι),
από τα λατινικά testis (= μάρτυρας), από terstis / tristis, της ρίζας του τρία + sto (= ίστημι), βλ. testament. - contiguous (= συναφής, όμορος),
από το tango (= αγγίζω), ↔ τάσσω, μετοχή τεταγών, της ρίζας tag- / teh2g-, ↔ integer, τάξις. - continent (= ήπειρος),
από cum + tempt, όπως το attempt. - contingent (= ενδεχόμενος),
όπως το contiguous. - continue (= συνεχίζω),
της ρίζας ten- (= τείνω). - contort (= παραμορφώνω, συστρέφω),
από το λατινικό torqueo (= περιστρέφω), από τρέπω / τροπέω (γυρίζω), ↔ άτρακτος, θύρσος, της ρίζας terkw- (= στρέφω), βλ. όμως και torch, torment. - contour (= ισοϋψής, περίγραμμα),
↔ turn, τόρνος, της ρίζας tere-1 (= τρίβω, τρυπώ). - contraband (= λαθρεμπόριο),
από τα λατινικά contra (= εναντίον) + bannum (= απαγόρευση), βλ. ban. - contraceptive (= αντισυλληπτικός),
από contra + capio / κάπτω (= συλλαμβάνω). - contraction (= συντόμευση),
από τα λατινικά cum + traho (= έλκω), ↔ τρέχω. - contradict (= αντιλέγω),
από τα λατινικά contra (= εναντίον) + dico (= λέγω), ↔ δείκνυμι. - contraption (= μαραφέτι),
όπως το contrive. - contribute (= συμβάλλω),
από το λατινικό tribuo (= πραγματοποιώ, ικανοποιώ), από tribus (= tribe, φυλή), από το τρία + τη ρίζα του be (είμαι). - contrite (= μετανοιωμένος),
από τα λατινικά cum + tero (= τρίβω, γυαλίζω), από το τείρω (τρυπώ), της ρίζας tere-. - contrive (= εφευρίσκω),
από τα λατινικά contropo (= συγκρίνω), από cum + tropus (= τραγούδι), από τον τρόπο, της ρίζας trep- (= τρέπω). - controversial (= αντιφατικός),
από cum + verto (= στρέφω), συγγενές με το τρέπω. - contumely (= αυθάδεια),
σπάνια περίπτωση ουσιαστικού που μοιάζει με επίρρημα, από το tumeo (= φουσκώνω), ↔ σώμα, τύλος, τυρός, της ρίζας teue-. - contusion (= μώλωπας),
από το λατινικό tundo (= ωθώ), της ρίζας (s)tewd- (= κτυπώ), ↔ Τυδεύς. - convalescence (= ανάρρωση),
από το λατινικό valeo (= είμαι ισχυρός), ↔ θαλέω / θάλλω, της ρίζας wal- (= ισχυρός). - convector (= εναλλάκτης θερμότητας, θερμοπομπός),
από το λατινικό veho (= μεταφέρω), ↔ όχος (άμαξα), ρίζας wegh- (= πηγαίνω). - convenience (= ευκολία),
από το venio (= έρχομαι), ↔ βαίνω, κουβέντα. - convention (= συνθήκη, συνέδριο, κανόνας),
όπως το convenience. - conventional (= συμβατικός),
όπως το convenience. - converge (= συγκλίνω),
από τα λατινικά cum (= συν) + vergo (= λυγίζω), ↔ verto (= στρέφω), τρέπω, της ρίζας wer-2 (= περιστρέφω). - converse (= συνδιαλέγομαι),
όπως το converge - conversely (= αντιθέτως),
όπως το converse. - convertible (= κονβέρτιμπλ, κατά λέξη «μετατρεπόμενος»),
όπως το converse. - convex (= κυρτός),
από τα veho / έχω. - convey (= εκφράζω, μεταφέρω),
από via (= οδός), ↔ way, όχλος, της ρίζας wegh-. είχε προταθεί και το ίημι, ↔ οίμος (ορμή, έφοδος). - convict (= καταδικάζω),
από vinco / vincio (= νικώ, δένω), ↔ είκω (φαίνομαι όμοιος), εικών ή από το νικώ, με παράγωγα τα victory, Βικτώρια, της ρίζας weik-. - convince (= πείθω),
όπως το convict. - convivial (= ευχάριστος),
της ρίζας gwei-, ↔ ζωή, βίος. - convoke (= συγκαλώ),
από cum + vox (= φωνή, voice), της ρίζας wekw- (= ομιλώ), ↔ είπον, έπος, οψ (η, φωνή), βλ. vocation. - convolution (= συστροφή, συσπείρωση),
της ρίζας wel-3 (= περιελίσσομαι), ↔ έλιξ, ελύω (τυλίγω), έλυτρο. - convoy (= κονβόι, συνοδεία),
από via (= οδός), όπως το convey. - convulsion (= σπασμός),
από το λατινικό vello (= ξεπουπουλιάζω), ↔ ειλέω / είλ(λ)ω (τυλίγω, στρέφω). - cool (= ψυχρός),
όπως το cold. - coop (= βαρέλι, κοτέτσι),
της ρίζας keup- (= κοίλος), όπως το κύπελλο), υποκοριστικό της αρχαίας κύπης (είδος πλοίου). - cooper (= βαρελάς),
όπως το coop. - coordination (= συντονισμός),
από τα λατινικά cum + ordo / ορθός, της ρίζας ar- (= συναρμολογώ). - cope. Πρόκειται για δύο διαφορετικές λέξεις. Η πρώτη σημαίνει «αντεπεξέρχομαι», από τη γαλλική λέξη coup (= χτύπημα) που μεταφορικά στα αγγλικά σημαίνει το πραξικόπημα, ↔ κόλαφος, κόλπο. Η δεύτερη σημαίνει «μανδύας», από cappa / κάπα.
- copious (= άφθονος),
από cum + οpus, operis, από ops, opis (= δύναμη, υπηρεσία), της ρίζας op- για την πλούσια παραγωγή, ↔ όμπνη (τροφή). - copper. Πρόκειται για δύο διαφορετικές λέξεις. Η πρώτη σημαίνει «αστυνομικός», από το ρήμα cop (= συλλαμβάνω),
της ρίζας kap- του κάπτω. Η δεύτερη σημαίνει «χαλκός», από τη λατινική έκφραση cyprium aes (= κύπριος χαλκός), από την Κύπρο, από την κυπάρισσο, cypress, λέξη ανατολικής προέλευσης. - coprolite (= κοπρόλιθος),
το πρώτο συνθετικό από το κόπτω. - copulate (= συνδέω, συνουσιάζομαι),
από το γαλλικό copuler (= συνδέω), από το λατινικό copula (= δεσμός), από cum + τη ρίζα ap(o)-, ↔ άπτω (συνδέω), από, και πολυάριθμα παράγωγα του λατινικού pono, βλ. couple. - copy (= αντιγράφω),
από το λατινικό copia (= αφθονία), από cum + ops (= δύναμη, στον πληθυντικό opes = πλούτος), ↔ όμπνη (τροφή). - cord (= σκοινί),
από τη χορδή. - cordon (= κορδόνι, αποκλείω),
όπως το cord. - cork (= φελλός),
από το λατινικό cortex (= φλοιός), ↔ κείρω (κουρεύω, κόβω) ή από το corium (= δέρμα), το χόριον (μεμβράνη που περιβάλλει ανθρώπινα όργανα), ↔ κώρυκος (θύλακος). - corn. Πρόκειται για δύο διαφορετικές λέξεις: η πρώτη σημαίνει «σιτηρά», της ρίζας gre-no-, ↔ grain, χράω / χραύω (αγγίζω), ενώ η δεύτερη είναι ο κάλος, της ρίζας ker-1 ↔ κάρα.
- cornice (= κορνίζα, γύψινο διακοσμητικό, γείσο),
επίσης κορωνίδα (αρχιτεκτονικός όρος), της ρίζας sker-2 (= λυγίζω) ↔ crown, curb, κορώνη (κουρούνα), κυρτός. - cornucopia (= αφθονία),
το κέρας της Αμάλθειας, από cornum (= κέρας) + copious (= άφθονος), από cum + ops (= υπηρεσία, βοήθεια), ↔ όμπνη, της ρίζας op-. - corollary (= συμπέρασμα),
από το λατινικό corolla, υποκοριστικό της κορόνας. - corporal. Πρόκειται για δύο διαφορετικές λέξεις. Η πρώτη σημαίνει «σωματικός», από το λατινικό corpus, ↔ χρόος / χρως (σώμα / δέρμα). H δεύτερη σημαίνει «δεκανέας», από κεφάλι / caput που εξελίχθηκε στα ιταλικά capo (= αρχηγός),
caporale, στα γαλλικά corporal. - corpuscule (= σωματίδιο),
υποκοριστικό του corpus, όπως στην πρώτη σημασία του corporal. - correspond (= αλληλογραφώ),
από spondeο (= υπόσχομαι), ↔ σπένδω. - corridor (= διάδρομος),
απο curro (= τρέχω), επειδή αρχικά ο υπαίθριος διάδρομος είχε μακρόστενη μορφή που «έτρεχε» κατά μήκος των τειχών. - corrigenda (= διορθωτέα),
από το λατινικό corrigo, της ρίζας reg- (= κινούμαι ευθέως), ↔ ρήγας. - corrosion (= διάβρωση),
από cum + rado (= χράω = ξύνω). - corrugated (= αυλακωτός, κυματοειδής),
από τη λατινική ruga (= ρυτίδα), των ρύω (σύρω) / ρύομαι / ρυτίς ή πιθανώς συγγενές με όρυγμα / ορύσσω (σκάβω). - corrupt (= διαφθείρω),
από το λατινικό rumpo (= σπάζω), από το ruo (= γκρεμίζομαι), ↔ ορούω (ορμώ). - cortege (= συνοδεία, πομπή),
αυτούσια η γαλλική λέξη, της ρίζας gher- (= περικλείω), ↔ χόρτος (αρχικά περίβολος, τόπος βοσκής), χορτάζω (ταΐζω ζώα), χορταίνω, ίσως και ο χορός. - corvine (= κορακίσιος),
της ηχομιμητικής ρίζας ker-2 (= κρα), ↔ κόραξ, crevice. - cosmetic (= κοσμητικός),
από τον κόσμο που εχει δώσει μια σειρά παραγώγων σε αγγλικά και ελληνικά, αφενός με την έννοια του στολισμού κι αφετέρου με την έννοια του σύμπαντος. Ο αρχαίος κομμωτής ήταν εκείνος που κοσμούσε το πρόσωπο, ο μακιγιέρ, ενώ ο σύγχρονός μας κομμωτής λεγόταν κοσμοκόμης, ο δε κουρέας κορσωτήρ και κόρσης, από το κορσόω (ξυρίζω), από το κείρω (κουρεύω). Κοσμήτωρ ήταν ο επιβλέπων. - couch (= καναπές, ξαπλώνω),
από το λατινικό colloco (= ξαπλώνω), από locus / stlocus (= τόπος), της ρίζας stel- (= θέτω), ↔ στέλλω, στολή. - coulrophobia (= φόβος των κλόουν). Πρόκειται για νεολογισμό, αλλά υπαρκτό φαινόμενο, το πρώτο συνθετικό του οποίου αποδίδεται στην αρχαία λέξη κωλοβαθριστής (ξυλοπόδαρος),
από κώλον (μέλος) και βάθρον. Για τη φοβία βλ. claustrophobia. - coulter (= υνί, μαχαίρι ),
της ρίζας skel-1 (= κόβω), ↔ σκάλλω. - council (= συμβούλιο),
από τα λατινικά concilio, από το calo (= καλώ). - count. Πρόκειται για δύο διαφορετικές λέξεις: η πρώτη σημαίνει «κόμης», από το λατινικό comes, comitis (= σύντροφος),
βλ. comity. Η δεύτερη σημαίνει «μετρώ», από το puto (= υπολογίζω), της ρίζας pau-2, ↔ παύρος, pupil. - countenance (= έκφραση),
όπως το continent, ↔ τείνω. - counter (= αντιτάσσω, πάγκος, ταμείο, μετρητής),
από το λατινικό computatus (= υπολογισμένος), από puto (= καθαρίζω, υπολογίζω), από putus = purus = καθαρός. - counterpoint (= αντιστάθμισμα, αντίστιξη),
από contra (= εναντίον), από cum + -ter- του συγκριτικού βαθμού + point (βλ. appoint). - country (= χώρα, εξοχή),
από τη λατινική έκφραση terra contrata (= αντίθετη γη), όπου η contra προέρχεται από τα con (cum) + -ter-, το φώνημα του συγκριτικού βαθμού (π.χ. πρότερος). Για την ελληνική κόντρα έχει προταθεί και η προέλευση από το κινώ. - county (= κομητεία, επαρχία),
από count (= κόμης), όπως το ambient. - couple (= ζεύγος, συνδέω),
από τα λατινικά cum + apo / apio (= άπτω), συνάπτω, συνδέω. - couplet (= δίστιχο, κουπλέ),
όπως το couple. - course (= αρχικά κίνηση προς τα εμπρός και τραχύ ύφασμα, επίσης ροή, μάθημα, πιάτο κ.α.),
από το couth (= ευγενικός), της ρίζας gno- του γιγνώσκω. - curro (= τρέχω),
της ρίζας kers- ή kurs- (= τρέχω), ↔ cursor, hussar, κάρο. - courteous (= ευγενής),
της ρίζας gher-1 (= αρπάζω, περικλείω), ↔ χόρτος. - covenant (= συμβόλαιο, συμφωνία),
από cum + venio (= βαίνω). - cover (= καλύπτω). Η απλή αυτή λέξη αποτελείται από τρία επιμέρους στοιχεία: cum / co-
(= συν) + operio (= κλείνω) το οποίο αναλύεται σε ob / op- (= επί) και τη ρίζα wer-4 (= καλύπτω), ↔ κουβέρ. - coverlet (= σκέπασμα κρεβατιού, κουβρ-λί). Όπως το γαλλικό couvrelit, από cover + lay, της ρίζας legh-
(= κείμαι, ξαπλώνω), ↔ lectus (= κρεβάτι στα λατινικά), λέχομαι (ξαπλώνω), λεχώνα, λόχος, λέσχη. - covet (= λαχταρώ),
από το λατινικό cupiditas (= επιθυμία), από τον θεό του έρωτα Cupis (στα αγγλικά Cupid), από το cupio (= επιθυμώ), της ρίζας kwep- (= καπνίζω, βράζω), ↔ καπνός, evaporation (= εξάτμιση), τα αρχαία κάπος (πνεύμα), καπύω (πνέω) και το νεότερο βαποριζατέρ. - cow (= αγελάδα),
της ρίζας gwou- (λατινική bov-) των βοοειδών. - cradle (= λίκνο),
από γερμανική λέξη για το καλάθι, συγγενή με τον κάρταλο. - crane (= γερανός),
ομόρριζα, της ρίζας gere-, ηχομιμητικού τύπου. - cranny (= σχισμή, χαραμάδα),
από το λατινικό cerno (= κοσκινίζω), της ρίζας krei- (= κρίνω) που σήμαινε «διαχωρίζω». - crapulent (= άρρωστος απο πολύ φαγητό και ποτό),
από το λατινικό crapula (= κραιπάλη), αβέβαιας προέλευσης. - crass (= παχύς),
από το λατινικό crassus, από το κρέας. - crastination (= αναβολή),
από το λατινικό cras (= αύριο), ↔ καίω. - crater (= κρατήρας),
από το κεράννυμι (ανακατεύω). - craven (= δειλός, της ηχομιμητικής ρίζας ker-2
(= κρα), ↔ κόραξ, crevice. - creak (= τρίζω),
της ηχομιμητικής ρίζας ker-2 (= κρα), ↔ κόραξ, crevice. - crease (= ρυτίδα, τσάκιση),
από τα λατινικά ruga (= ρυτίδα), crista (= λειρί), ↔ ορoύω (ορμώ), κόρση (κρόταφος), της ρίζας (s)ker- (= κάμπτω). - creation (= δημιουργία),
από το λατινικό creo, από το cresco (= αυξάνω), της ρίζας ker(s)- / ker-2 (= αυξάνω), ↔ κόρη, κούρος, κορεσμός. - credence (= αξιοπιστία),
όπως το accredit. - credentials (= διαπιστευτήρια),
όπως το credulous. - credulous (= αφελής, εύπιστος),
από credo (= πιστεύω) που αποτελείται από δύο ρίζες, την kerd-, της καρδιάς και heart, και την deh- του τίθημι, ↔ facio. - creed (= θρησκευτική πεποίθηση),
της ρίζας kerd- (= καρδιά). - creek (= ρυάκι, χείμαρρος, περιοχή της εκβολής τους),
βλ. crook. - cremains (= τέφρα),
από το λατινικό cremo (= καίω), της ρίζας kre-3, ↔ carbon, κάρβουνο, κρεματόριο. - cremate (= καίω),
όπως το cremains. - creosote (= κρεόσωτο),
φαινολικό παραγωγο της πίσσας, από κρέας + σωτήρ, της ρίζας teue- (= φυσκώνω), ↔ τύλος, σωτήρ, tumid. - crepitation (= τριγμός, κριγμός),
από το λατινικό crepo (= σπάζω, ραγίζω), της ηχοποίητης ρίζας ker- 2 (= κροτώ, κτυπώ), ↔ κρώζω, κρέκω (κτυπώ), κόραξ, κρέμβαλα (κρόταλα, καστανιέτες). Σημειώνεται η ύπαρξη της ρωμαϊκής θεάς Crepitus, ειδικευμένης στις πορδές! - crepuscule (= σούρουπο),
από τα λατινικά crepusculum, creper (= ζοφερός), με προέλευση το δνόφος ή κνέφας (μαυρίλα). - crest (= κορυφή, λοφίο),
από το λατινικό crista (= λειρί), από την αρχαία κόρση (κρόταφος), της ρίζας sker-2 (= κάμπτω). Η λέξη crista είναι επίσης βιολογικός όρος για τμήματα των μιτοχονδρίων. - cretin (= κρετίνος),
από τον χριστιανό, βλ. christian. - crevice (= σχισμή),
από το λατινικό crepo (= κροτώ), της ηχοποίητης ρίζας ker-2, για οξείς ήχους, ↔ κόραξ. - crinoline (= κρινολίνο),
σύνθετη λέξη από το ιταλικό crino (= αλογότριχα), από το λατινικό crinis (= τρίχα), ↔ κόρση / κόρρη (= κρόταφος, φαβορίτα), από καρ, καρός (κόμη) + το λινάρι. - critter (= πλάσμα),
υποκοριστικό του creature, όπως το creation. - crochet (= κροσέ),
είδος κεντήματος, επειδή γίνεται με αγκιστρωτό βελονάκι, βλ. crook. - crockery (= πιατικά),
από crock (= στάμνα), από τον κροσσό, αρχικής σημασίας «έπαλξη». - crocodile (= κροκόδιλος),
από την κρόκη (πέτρα, κροκάλα) + δρίλος (σαύρα), επειδή λιάζεται στις πέτρες. Σημειώνεται ότι δεν πρέπει να γράφουμε «κροκόδειλος». - crone (= γκιόσα, γερασμένη γυναίκα κακής εμφάνισης),
όπως το carrion. Σημειώνεται ότι η γκιόσα αναφέρεται σε γίδα μεγάλης ηλικίας, με πιθανή προέλευση λατινική λέξη για την Aιγυπτία. - crony (= παλιόφιλος),
από το χρόνιος. - crook (= αγκίστρι, απατεώνας),
από το παλιό γαλλικό αγκίστρι, croc, της ρίζας grew- (= κάμπτω), ↔ γρυψ. - croquet (= κροκέ),
παιχνίδι με ξύλινα σφυριά και μπάλα, βλ. crook. εναλλακτικά ονοματοποιημένη λέξη, όπως το κρακ. Η δεύτερη ετυμολογία ισχύει για την τραγανιστή κροκέτα. - crouton (= κρουτόν),
από crust (= κρούστα), από το κρύος. - crown (= στέμμα),
της ρίζας sker-2 (= κάμπτω, στρέφω), ↔ curb, crest, rank, κορώνη, κορόνα, κουρούνα, κορνίζα. - cru (= αμπελώνας),
αυτούσια η γαλλική λέξη, παλαιότερα crois, από το λατινικό cresco (= αυξάνω), της ρίζας ker-2 ↔ cereal, create, κούρος. - crude (= ωμός, ακατέργαστος),
από τα λατινικά crudus, cruor (= αίμα τραύματος πηγμένο), από κρύος ή caro, carnis (= κρέας), της ρίζας kreue-1. - cruel (= βάναυσος),
όπως το crude. - crumb (= ψίχουλο),
γερμανικής προέλευσης, ↔ γρυμέα (εσθής, αγγείον). - crumble (= καταρρέω),
όπως το crumb. - crust (= κρούστα),
από τον κρύσταλλο, από κρύος. - crutch (= δεκανίκι),
βλ. crook. - cubicle (= θαλαμίσκος, κουβούκλιο),
από το λατινικό cubo (= κείμαι), της ρίζας keu(b)- (= στρέφω), ↔ κύβος. - cubit (= ο πήχης του χεριού),
όπως το cubicle. - cucumber (= αγγούρι),
από το λατινικό cucumis, ↔ σικυός / κυκυός Η λέξη cucumis έδωσε την κολοκύθα, gourd, στα γαλλικά gourge, στα λατινικά cucurbita, στα ιταλικά zucca, από όπου ετυμολογείται το τσουκάλι. Από εδώ είναι τα κολοκυθάκια, courgettes. H cucurbita προήλθε από curvus (= κυρτός, καμπύλος) σε συνδυασμό με cucumis. - cudgel (= ρόπαλο),
της ρίζας geu- (= κάμπτω), ↔ gyre, γύρος. - cue. Πρόκειται για δύο διαφορετικές λέξεις: η πρώτη σημαίνει «ενημερώνω», από το λατινικό qwis (= ποίος),
της ρίζας qwo- / qwi-. Η δεύτερη σημαίνει «ουρά», στα λατινικά cauda ¬↔ queue, του cado (= πίπτω), της ρίζας kh2d-, συγγενούς με εκείνη του caedo (= κόβω, φονεύω), ↔ καίνω, κτείνω (φονεύω) ή κεάζω (συντρίβω). - cuirass (= θώρακας πανοπλίας),
από το γαλλικό cuir, το λατινικό corium (= δέρμα), το χόριον, της ρίζας sker- (= κείρω). Σημειώνεται ότι το γαλλικό cuire (= ψήνω), προήλθε από το λατινικό coqueo (= μαγειρεύω), cook, από όπου έχουμε τα μπισκότα, biscuits (= διπλά ψημένα). - culinary (= μαγειρικός),
από τα λατινικά culina / colina (= κουζίνα, τροφή), coquo (= cook, δηλ. μαγειρεύω), συγγενής με το κόλον που εκτός από το παχύ έντερο σήμαινε και την τροφή. - cull (= διαλέγω),
όπως τα coil, collect. - culm (= βλαστός),
από το λατινικό culmus, ↔ κάλαμος. - culminate (= καταλήγω, μεσουρανώ),
από culmen / columen, ↔ κολωνός (ύψωμα), της ρίζας kel-2. Εναλλακτικά από culmus / calamus, από τον κάλαμο. - culpable (= ένοχος),
από τη λατινική culpa (= σφάλμα), ↔ gulf, κόλπος, πλοκή, της ρίζας kuolp-. - cumber (= εμποδίζω),
από cum + τη ρίζα bher- (= φέρω). - cumbersome (= δυσκίνητος),
όπως το cumber. - cumbrous (= δυσμετακίνητος),
όπως το cumber. - cumulative (= σωρευτικός, συγκεντρωτικός),
από το λατινικό cumulus (= σωρός, είδος σύννεφου, σωρείτης), από το κύω (εγκυμονώ). - cunning (= έξυπνος, πονηρός, σοφός),
της ρίζας gno- του γιγνώσκω. - cupidity (= ερωτική επιθυμία),
όπως το covet. - cupola (= τρούλος),
όπως το coop. - curb (= περιορίζω, κράσπεδο, κούρμπα),
από το λατινικό curvus (= κυρτός), ↔ crown, κίρκος (δαχτυλίδι), γυρός, από όπου προέρχεται το γυρεύω (τρέχω ολόγυρα), της ρίζας sker-2 (= κάμπτω). - curiosity (= περιέργεια),
από τη λατινική cura, όπως το αρχαίο κορέω (σπέρνω, σαρώνω, φροντίζω). - currant (= η κορινθιακή σταφίδα),
από την Κόρινθο. - currier (= βυρσοδέψης),
από τα λατινικά coriarius και corium (= χόριον, δέρμα), της ρίζας ker- / sker-1 (= κόβω). - curt (= αγενής),
από το γαλλικό cοurt (= βραχύς), από το λατινικό curtus (= κολοβός), από το αρχαίο κείρω, (κόβω, κουρεύω), της ρίζας ker- / sker-1 (= κόβω), ↔ καρπός, κέρμα, κόρος (ψείρα). - curtail (= περικόπτω),
όπως το curt, με κατάληξη -ault μειωτικού χαρακτήρα. - curtilage (= περίβολος),
της ρίζας gher-1 (= περικλείω), ↔ χόρτος. Από την ίδια ρίζα προέρχονται τα τοπωνύμια που λήγουν σε -grad. - curtsy (= υπόκλιση),
όπως το curt. - curvature (= καμπυλότης),
όπως τα curb / curve. - curve (= καμπύλη),
από το λατινικό curvus, της ρίζας sker-2 (= κάμπτω), ↔ κυρτός, κίρκος. - cushion (= μαξιλάρι),
από το λατινικό culcita, ↔ κόλπος ή από το calco (= πατώ), από calx (= αστράγαλος). άλλες εκδοχές της ρίζας skel-1 (= κόβω) και cum + ago. - cusp (= ακμή),
από το λατινικό cuspis (= οξύ άκρο), από κοπίς / κόπτω. - cuspid (= κυνόδοντας),
όπως το cusp. - cupidor (= πτυελοδοχείο),
από τα λατινικά cum + spuo, ↔ πτύω, ηχομιμητικού τύπου, της ρίζας sp(y)eu-. - cut (= κόπτω),
μια πιθανή προέλευση είναι από το γαλλικό couteau (= μαχαίρι), από τα λατινικά cultellus, culter, της ρίζας skel-1 (= κόπτω), ↔ skill, shell, σκάλλω, σκαληνός. - cutaneous (= δερματικός),
της ρίζας (s)keu- ή (s)kew- (= καλύπτω), ↔ κεύθω (κρύβω), σκύλος, κύτος, κύτταρο, κούτελο, σκύνιον (φρύδι). - cute (= έξυπνος),
συντόμευση του acute (= οξύς), της ρίζας ακ-. - cuticle (= περίβλημα, παρωνυχίδα, εφυμενίδα),
της ρίζας (s)kel- (= καλύπτω), όπως ο σκληρός. - cutlass (= σπαθί),
όπως το cut. - cutlery (= μαχαιροπίρουνα),
από το λατινικό cultellus, υποκοριστικό του culter (= μαχαίρι), της ρίζας (s)kel-1 (= κόβω), του σκάλλω, όπως το cut. - cynosure (= μεταφορικά το επίκεντρο προσοχής, π.χ. λόγω λάμψης),
από τον αστερισμό Κυνόσουρα (ουρά του σκύλου), όπως λεγόταν αρχικά η Μικρή Άρκτος. Ο κύων είναι της ρίζας kwon-, ↔ canaille, corgi, hound, quinsy.