- Δαδύσσομαι = έλκομαι ↔ deduce (πιθανώς)
- δαιδάλλω = δουλεύω περίτεχνα ↔ condolence
- δαίομαι = μοιράζω, χωρίζω ↔ widow
- δαις = φαγητό ↔ time
- δαίω = καίω ↔ duel
- δάμαρ = σύζυγος ↔ tame
- δαμνάω = δαμάζω ↔ tame
- δάπτω = καταβροχθίζω ↔ damage
- δαρθάνω = κοιμάμαι ↔ dormant
- δαταίομαι = μοιράζω ↔ condemn
- δαψιλής = άφθονος ↔ damn
- δάω = γνωρίζω, μαθαίνω ↔ doctor
- δείδω = φοβάμαι ↔ dire
- δείκω = νομίζω ↔ education
- δείμα = φόβος ↔ intimidate
- δειρή = ράχη ↔ dorsal
- δέλφαξ = γουρουνάκι, νεαρό ζώο ↔ calf
- δελφύς = μήτρα ↔ calf
- δέμας = ανάστημα ↔ domesticate
- δέμω = κτίζω ↔ domino
- δέρη = λαιμός ↔ dorsal
- δέρκομαι = παρατηρώ προσεκτικά ↔ dragon
- δέρω = γδέρνω ↔ pander
- δευκής = γλυκός ↔ Pollux
- δεύομαι = στερούμαι ↔ widow
- δέφω = καθιστώ μαλακό ↔ letter
- δήιος = εχθρικός ↔ duel
- δηλέομαι = καταστρέφω ↔ condolence
- δήλος = φανερός ↔ deity
- δηρός = διαρκής ↔ sideropenic (πιθανώς)
- διαττός = κόσκινο ↔ thirst
- διάω = ζάω / ζω ↔ diet
- δίζω = διστάζω ↔ zeal (πιθανώς)
- δίκω = βάλλω ↔ dish
- δίος = θεϊκός ↔ deity
- δίω = απομακρύνομαι ↔ dinoflagellate
- δμητός = δαμασμένος ↔ tame
- δνόφος = μαυρίλα ↔ crepuscule
- δοίος = διπλός ↔ dual
- δοκέω = δέχομαι, νομίζω ↔ education
- δολιχός = μακρύς ↔ long
- δραξ / δράγμα = χούφτα ↔ dram
- δροίτη = σκάφη ↔ ray
- δροός = ισχυρός ↔ dour
- δρυπεπής = που ωριμάζει στο δέντρο ↔ drupe