(= υποχωρώ, μετριάζω), από το γαλλικό rebattre (= ξαναχτυπώ), από το λατινικό battuo (= χτυπώ, πολεμώ), της ρίζας bhau- (= χτυπώ), ↔ bοutonniere (= μπουτονιέρα).
(= αποκληρώνω), από τα λατινικά ab + dico (= ομιλώ, λέγω), ↔ δίκη, δείκνυμι, της ρίζας deik-. Σημειώνεται ότι dico σημαίνει επίσης «αφιερώνω», dedicate, πιθανώς από άλλη συγγενή ρίζα, από…