- Gable (= αέτωμα),
νορβηγικής καταγωγής, ↔ κεφαλή. - gaffe (= γκάφα),
της ρίζας kap- (= αρπάζω) του κάπτω. - gait (= περπάτημα),
της ρίζας ghe- (= αφήνω), ↔ χορός. - gaiter (= γκέτα),
από την ιταλική ghetta, της ρίζας wes- (= φορώ), ↔ vest, είμα. Εναλλακτικά, της ρίζας wer-2 (= στρέφω), ↔ wrist. - gale (= ανεμοθύελλα),
της ρίζας ghel-1 (= καλώ, τραγουδώ), ↔ κίχλη, χελιδόνι. Σχετίζεται με το αρχαίο αγγλικό galan (= τραγουδώ), δεύτερο συστατικό του nightingale (= αηδόνι). - gambit (= ελιγμός),
όρος του σκακιού, από το ιταλικό gamba (= γάμπα), ↔ καμπή, ζαμπόν. - gambol (= διασκεδάζω),
όπως το gambit. - gammon (= ζαμπόν, καπνιστό χοιρομέρι),
όπως το gambit. - gangrene (= γάγγραινα),
από το παλαιότερο gran (= ροκανίζω), από το λατινικό gramen (= χλωρός σανός), η αρχαία γράστις, της ρίζας gras- (= καταβροχθίζω). - gap (= κενό),
από το λατινικό hio (= μένω με στόμα ανοιχτό, χασμουριέμαι), της ρίζας ghieh- / ghai-, δια της γερμανικής οδού, ↔ χαίνω / χάσκω. - garage (= γκαράζ),
από το γαλλικό garer (= προστατεύω), της ρίζας wer-4 (= καλύπτω), ↔ σαλβάρι, περσικής προέλευσης που σημαίνει ότι καλύπτει τους μηρούς. - garble (= αλλοιώνω, μπερδεύω),
αρχικά κοσκινίζω μπαχαρικά, από το αραβικό κόσκινο, μέσω ιταλικών, από το λατινικό cribrum (= κόσκινο), του κρίνω (διαχωρίζω). - garland (= γιρλάντα),
της ρίζας wei- (= στρέφω), ↔ Ίρις, ις, ιτέα, wire, vise. - garner (= αποκτώ, κατά λέξη «αποθηκεύω σιτηρά»),
της ρίζας gre-no- (= κόκκος), ↔ γράω (τρώγω, ροκανίζω), γαστήρ, grain, corn, kernel. Συγγενής είναι η ρίζα gerh2- (= ωριμάζω), από όπου προήλθαν λέξεις όπως γέρας (βραβείο), γήρας, γεραρός, γραικός, greek. - garnish (= διακοσμώ),
από το guard (= φυλάσσω), ↔ ορώ, -ούρος, βλ. ward. Από εδώ προήλθαν τα γαρνίρω, γαρνιτούρα. - garret (= σοφίτα),
της ρίζας wer-4 (= καλύπτω), ↔ γκαραντί, guarantee. - garrison (= φρουρά),
όπως το garage. - garter (= περικνημίδα),
από τα γαλλικά jarretière (ζαρετιέρα), jarret, jambe, ↔ γάμπα, καμπή, κάμπτω. - gash (= σχίζω, πληγή),
↔ χαράζω, της ρίζας gher- ή skribh- (= κόβω). - gasp (= κοφτή ανάσα),
όπως το gap. - gastric (= γαστρικός),
όπως το gangrene. - gate (= πύλη),
κατά μια άποψη όπως το go, μάλλον όμως γερμανικής προέλευσης, άγνωστης ετυμολογίας. - gaudy (= κακόγουστος),
από το gaud (= φανταχτερή πέτρα από ροζάριο), από το λατινικό gaudia (= ευχαρίστηση), από το αρχαίο γηθέω (χαίρω), ↔ γαύρος (υπερήφανος). Εναλλακτικά, της ρίζας gau- (= χαίρομαι) του γάνυμαι (χαίρω), από το γάνος (λάμψη). - gaufrette (= γκοφρέτα),
της ρίζας webh- (= υφαίνω). - gawp (= χάσκω, κοιτάζω έντονα),
όπως το gap. - gelatin (= ζελατίνα),
της ρίζας gel-, βλ. cold. - gelid (= παγωμένος),
από το λατινικό gelidus, όπως το cold. - gem (= πολύτιμος λίθος),
από το λατινικό gemma (= ανθός κλήματος), από τα γέννημα, γεννώ. - geminal (= δίδυμος),
από τα λατινικά geminus, geneo (= γεννώ). λαϊκή ετυμολογία από τον ομογενή με αντιμετάθεση προς ογεμονή! - gender (= φύλο),
από το γεννώ, της ρίζας gene- (= γίγνομαι, γένος). - gene (= γονίδιο),
της ρίζας gene- (= γίγνομαι, γένος). - general (= γενικός, στρατηγός),
από το gens, gentis (= γένος). - generation (= γενιά),
από το gens, gentis (= γένος). - generator (= γεννήτρια),
της ρίζας gene- του γένους. - generous (= γενναιόδωρος),
όπως το general. - genie (= τζίνι),
όπως το generator. - genius (= ιδιοφυΐα),
από το gens, gentis (= γένος, πατριά, ομόρριζα. υπήρχε και η ρωμαϊκή θεότης Genius, της ρίζας gene- του γένους. - genre (= είδος),
όπως το genius. - gentile (= εθνικός, ο μη Εβραίος),
όπως το gentle. - gentle (= ήπιος, ευγενικός),
από gens (= γένος, πατριά), από gnasci (= γεννιέμαι), από το γένος, της ρίζας gene- (= γίγνομαι). - genuflection (= γονυκλισία),
από genu (= γόνυ) + flecto (= λυγίζω), από ρηματική μορφή, πέπλεκται, του πλέκω. - genuine (= γνήσιος),
από το γένος, βλ. genius. - geodesy (= γεωδαισία),
κατά λέξη «διαμοιρασμός γης», από τη γη + το αρχαίο δαίομαι (διαιρώ) της ρίζας da- (= διαιρώ), ↔ δήμος. - germ (= μικρόβιο, σπέρμα),
της ρίζας gene- του γένους. - germane (= σχετικός, συναφής),
από το λατινικό germanus (= γνήσιος), της ρίζας gene- του γένους. - -germinate (= φυτρώνω),
όπως το germ. - gest (= κατόρθωμα),
του λατινικού gestus, μετοχής του gero (= φέρω). - gestalt (= γκεστάλτ, ολότης),
γερμανικός διεθνοποιημένος ψυχολογικός όρος, της ρίζας stel- (= στέκομαι) του ίστημι. - gestation (= εγκυμοσύνη),
όπως το gest. - gesticulate (= χειρονομώ),
από το υποκοριστικό του gest. - gesture (= χειρονομία),
από τη μετοχή gestus (= φερμένος) του gero. - get (= παίρνω και πολλές άλλες σημασίες),
της ρίζας ghed-, ↔ αρχαίο χανδάνω (κρατώ). - geyser (= θερμοπηγή),
νορβηγικής προέλευσης, της ρίζας gheu- (= χύνω), ↔ χέω (χύνω). - gherkin (= αγγουράκι τουρσί),
από το ολλανδικό gurk, από αγγούρι, άγουρος. - ghetto (= γκέτο),
από την Αίγυπτο. - gibbous (= καμπούρης),
από τον αρχαίο ύβο (καμπούρα). - gill. Ως ουσιαστικό σημαίνει “βράγχιο”, ↔ χείλος, της ρίζας ghel-una- (= σαγόνι). Ως κύριο όνομα Gill(ian) προέρχεται από το Julius, της ρίζας dyeu-
(= λάμπω), ↔ δήλος, Δίας. - gin (= τζιν),
από το λατινικό κωνοφόρο δέντρο iuniperis, από iunis / iuvenis (= νέος), βλ. aid, και από το paro (= γεννώ). - ginger (= κοκκινοτρίχης, ζιγγίβερι),
της ρίζας ker-, ↔ κέρας. - gingivitis (= ουλίτις),
από το λατινικό ούλο, gingival, της ρίζας gong- / gyenwh-1 (= στρογγυλός), ↔ γογγύλι. - gipsy (= γύφτος),
από την Αίγυπτο. - girasole (= ηλιοτρόπιο),
από τον γύρο, gyre, και τον ήλιο, sol στα λατινικά. Σημειώνεται ότι υπάρχουν σύνθετες λέξεις με πρώτο συνθετικό το gyro-, όπως και η gyration. Η γύρη είναι επίσης ομόρριζο, καθώς η αρχαία γύρις ήταν το λεπτό αλεύρι, από το γύρισμα του μύλου - gird (= ζώνω),
της ρίζας gher-1(= περικλείω), ↔ χόρτος, choir, choral, cohort, τοπωνύμια σε -gard. - girdle (= κορσές),
όπως το gird. - girth (= περιφέρεια του ανθρώπινου σώματος),
όπως το gird. - gist (= νόημα, κεντρική ιδέα),
όπως το adjacent. - glabella (= μεσόφρυδο),
της ρίζας ghel-2 (= λάμπω), ↔ glad, χλωρός. - glacial (= παγωμένος),
όπως το glacier. - glacier (= παγόβουνο),
της ρίζας gel-, του cold (= ψυχρός), ↔ glace = γλάσο. - glad (= λαμπερός, χαρούμενος),
της ρίζας bhel-3 ή ghel-2 (= λάμπω) που έχει δώσει λέξεις όπως χλίδος (στολίδι), χλιαρός, χλωρός, glow, yellow. - glair (= ασπράδι αβγού ως βερνίκι),
της ρίζας kla- ή kele-2 (= καλώ). - gland (= αδένας),
από τη βάλανο, της ρίζας gwele-2 (= βελανίδι). - glare (= λάμπω),
όπως το glad. - glass (= γυαλί, παγωτό),
όπως το glare. - glaucoma (= γλαύκωμα),
από τον γλαυκό, από το γελάω, της ρίζας ghel-2 (= λάμπω), ↔ gleam, αγλαός, γαλήνη, όπως και το ορυκτό του σιδήρου γλαύκινος, glauconite, πρασινωπού χρώματος. Δεν είναι ομόρριζο ο γαληνίτης, το μετάλλευμα του μολύβδου galena. - gleam (= λάμπω),
της ρίζας ghel-2 (= λάμπω), ↔ χλωρός, γλαυκός, αγλαός, χολή. - glee (= χαρά, ευθυμία),
όπως το glad. Μια άλλη εκδοχή είναι της ρίζας ghlew- (= αστειεύομαι), όπως η χλεύη. - glib (= γλιστερός, επιπόλαιος),
όπως το glad. - glide (= γλιστρώ),
όπως το glad. - glider (= ανεμόπτερο),
όπως το glad. - glimmer (= αναλαμπή),
όπως το glad. - glimpse (= βλέπω φευγαλέα),
όπως το gleam. - glissade (= τσουλάω, γλίστρημα),
βλ. glissando. - glissando (= γκλισάντο),
κατά λέξη γλίστρημα, από μια νότα σε άλλη, από το γαλλικό glisser (= γλιστρώ), όπως το glad. - glitter (= λάμπω, χρυσόσκονη),
όπως το glare. - gloat (= καμαρώνω),
όπως το gleam. - glorious (= ένδοξος),
από το λατινικό gloria (= δόξα), βλ. glory. - glory (= δόξα),
από τα λατινικά gnosco (= γνωρίζω), gnoria (= γνώση), από το γιγνώσκω (γνώριμος), της ρίζας gneh3- (= know, γνωρίζω). Εναλλακτικές προτάσεις είναι από το γλαυρός (ακτινοβόλος) ή από το κλέος, των κλέω (δοξάζω), κλύω (ακούω). - gloss. Πρόκειται για δύο διαφορετικές λέξεις: η πρώτη σημαίνει «λάμψη», της ρίζας ghel-2, όπως τα χλωρός χολή. η δεύτερη σημαίνει «παρένθετη λέξη σε κείμενο», από τη λατινική glossa (= άγνωστη λέξη),
τη γλώσσα, βλ. clack. - glow (= λάμπω),
της ρίζας ghel-2, όπως το glad. - glue (= κόλλα),
από το λατινικό glus, glutis (= κόλλα), ↔ gluten, γλοιός, γλοιώδης, της ρίζας glei- / gleit- (= κολλώδης). - glut (= καταπίνω),
↔ glue. - gluten (= γλουτένη),
πρωτεΐνη, ↔ glue. - gluttony (= λαιμαργία),
από τα λατινικά gluttio (= καταπίνω), gula (= φάρυγγας, γούλα, ο πρόλοβος των πτηνών), από γεύομαι, της ρίζας gwele-3 (= καταπίνω). - gnome. Πρόκειται για δύο διαφορετικές λέξεις: η πρώτη σημαίνει «γνωμικό», της ρίζας gno- του γιγνώσκω, ενώ η δεύτερη σημαίνει «νάνος, γήινο πνεύμα», από το γήνομος (αυτός πουκατοικεί στη γη).
- go (= πηγαίνω),
↔ κιχάνω (φθάνω), χάσκω, χώρος, χάος, της ρίζας ghe- / ghei-. Μια άλλη άποψη το συνδέει με το βαίνω. - goad (= παρακινώ, άκρο, βουκέντρα),
της ρίζας ak-, ↔ acid, oxygen, ακίς, χάιος (γνήσιος, γκλίτσα). - god (= θεός),
της ρίζας gheu- (= χέω), αναφορά στις σπονδές. - gold (= χρυσός),
της ρίζας ghel-2 (= λάμπω), ↔ glad. - gondola (= γόνδολα),
από το μεσαιωνικό κονδούρα / κόντουρος, είδος αλιευτικού πλοίου με «κοντή ουρά». - good (= καλός),
της ρίζας ghadh- (= κρατώ γερά), πιθανώς ↔ αγαθός. - goose (= χήνα),
ομόρριζα, της ρίζας ghans-, ηχομιμητικής. - gorge (= χαράδρα, λαιμός, περιδρομιάζω),
από το λατινικό gurges (= οισοφάγος, δίνη), ↔ βάραθρο, βιβρώσκω + κατάληξη -βόρος / -vorous, της ρίζας gwora / swgwere-4 (= καταπίνω). - gorgeous (= υπέροχος),
από gorge (= λαιμός), αναφορά σε κόσμημα του λαιμού. έχει προταθεί και το όνομα του Γοργία. - gourd (= κολοκύθα),
από το λατινικό cucurbita, συγγενές με το κυρτός. - gourmand (= λαίμαργος),
από το λατινικό mando (= μασώ, δαγκώνω), ↔ mandibular, manducate, της ρίζας mendh-. Σημειώνεται ότι υπάρχει ένα άλλο mando (= διατάζω), από manus + do (βλ. command). - gourmet (= γευσιγνώστης, καλοφαγάς),
όπως το gourmand. - governess (= γκουβερνάντα),
από το κυβερνώ. - grace (= χάρη),
από το λατινικό gratus (= ευχάριστος), όπως το agree. - grade (= βαθμός),
από το λατινικό gradus (= βήμα), ↔ βραδύς, εγείρω, γραδάρω, γκρέιντερ, της ρίζας ghredh- (= πηγαίνω). - grader (= γκρέιντερ, βαθμολογητής),
όπως το grade. - graft. Πρόκειται για δύο διαφορετικές λέξεις. Η πρώτη σημαίνει «μόσχευμα, εμφυτεύω», από το γραφείον, όπως λεγόταν η γραφίδα με την οποία μοιάζει το μπόλι (εμβόλιο, μόσχευμα για φυτά). η δεύτερη λέξη σημαίνει «διαφθορά» και είναι ολλανδικής προέλευσης, της ρίζας ghrebh- (= σκάβω),
↔ grave #2. - grail (= δισκοπότηρο),
πιθανώς από το λατινικό / αγγλικό crater, τον κρατήρα. - granted (= ομολογουμένως),
όπως το credulous. - grate (= σχάρα, δικτυωτό, τρίβω),
από το λατινικό cratis (= καλάθι), ↔ κάρταλος (είδος καλαθιού), κυρτός. - gratis (= δωρεάν),
της ρίζας gwere-1 (= βαρύς), ↔ agree, grave #1. - gratitude (= ευγνωμοσύνη),
από τα λατινικά gratus (= ευχάριστος, ευγνώμων), grates (= ευχαριστίες), από τις χάριτες, όπως το agree. - gratuitous (= ανώφελος, άσκοπος),
όπως το gratitude. - grave. Πρόκειται για δύο διαφορετικές λέξεις. Η πρώτη είναι επίθετο που σημαίνει «σεβαστός, σοβαρός», από το λατινικό gravis, ↔ βαρύς, γκουρού, της ρίζας gwere-1 (= βαρύς). Η δεύτερη είναι ουσιαστικό και ρήμα, σημαίνει «τάφος, χαράσσω», γερμανικής προέλευσης, της ρίζας ghrebh-
(= σκάβω). Από το επίθετο προήλθαν λέξεις όπως η βαρύτης, gravity, brio, brute. από το ρήμα η γκραβούρα, gravure. - gravel (= σκύρα),
της ρίζας ghreu- (= τρίβω, αλέθω), ↔ χρως, χρώμα, χραύω (σχίζω), great. - grease (= γράσο),
ομόρριζα, από το λατινικό crassus (= παχύς), της ρίζας kert- (= υφαίνω), ↔ ίσως κρατώ. εναλλακτικά βλ. coarse. - great (= μεγάλος, αρχικά χονδρόκοκκος),
της ρίζας ghreu- (= τρίβω, αλέθω), ↔ χρως, χρώμα, χραύω (σχίζω), δια της γερμανικής οδού (gross). - greedy (= άπληστος),
της ρίζας gher-2 (= αρέσκομαι, έλλειψη), ↔ χαίρω. - greek (= ελληνικός),
από γραικός, της ρίζας gerh2(= ωριμάζω), ↔ γήρας, γηραιός, γεραρός, gringo, gerontocracy. - grief (= λύπη),
της ρίζας gwere-1 (= βαρύς), όπως το grave. - grievance (= καταγγελία),
της ρίζας gwere-1 (= βαρύς). - grievous (= σημαντικός),
της ρίζας gwere-1 (= βαρύς). - griffonage (= ορνιθοσκαλίσματα),
από τα μυθικά πτηνά griffon / griffin, ο αρχαίος γρυψ (αετολέων), από γρυπός (καμπύλος). - grill (= ψησταριά, σχάρα),
από το λατινικό craticula, υποκοριστικό του cratis (= πλέγμα), πιθανώς ↔ κρατώ, κράτος, βλ. hard. - grim (= άγριος, σοβαρός),
γερμανικής προέλευσης, δεν έχει αναφερθεί συγγένεια με το αγρίμι, της ρίζας ghrem- (= θυμωμένος), μάλλον όμως ηχοποίητο, ↔ βρέμω, βροντή, χρεμετίζω. - grimace (= γκριμάτσα),
όπως το grim. - grime (= μουντζούρα),
της ρίζας ghrei- (= τρίβω), ↔ chrism, χρίσμα, cream, χρίω (αλείφω). - grimy (= βρώμικος),
όπως το grime. - grin (= χαμόγελο),
από το λατινικό frendο (= κατατρίβω με τα δόντια), της ρίζας ghrendh-, ↔ χόνδρος (κόκκος, προϊόν άλεσης) ή από το fremo (= θορυβώ), από το ηχοποίητο βρέμω (παφλάζω). - grind (= αλέθω, κονιοποιώ),
όπως το grin. Η μετοχή ground (= αλεσμένος) είναι διαφορετική λέξη, από το γερμανικής προέλευσης ground. - gringo (= ξένος),
απο το ισπανικό griego (= ξένος), από τον Γραικό, ↔ γρέγος, ο βορειοανατολικός άνεμος. - grist (= άλεσμα),
όπως το grin. - grit (= αμμοχάλικο, γαρμπίλι),
όπως το gruel. - groats (= αλεύρι βρώμης),
όπως το gruel. - groove (= αυλάκι),
της ρίζας gwere-1 (= βαρύς). - grotesque (= τερατόμορφος, χονδροειδής),
από το αγγλικό-ιταλικό grotto (= σπηλιά), ↔ κρύπτη. - ground (= έδαφος, αιτία),
πιθανώς από το χραίνω (αλείφω), δια της γερμανικής οδού. - group (= ομάδα). Tο γκρουπ έχει γίνει διεθνοποιημένη λέξη και αποτελεί επίσης επιστημονικό όρο στα Μαθηματικά και στη Χημεία. είναι γερμανικής καταγωγής που αρχικά αναφερόταν σε κάτι στρογγυλό, ↔ crop
(= συγκομιδή), croupier (= κρουπιέρης). - grout (= σοβάς),
όπως το gruel. - gruel (= αλεύρι από όσπρια),
από γαλλικές και γερμανικές λέξεις της ρίζας ghreu- (= ξύνω), ↔ χραύω, χρως. - gruel(l)ing (= εξουθενωτικός),
όπως το gruel, ίσως λόγω της κοπιαστικής εργασίας για την παρασκευή του αλευριού. - guarantee (= εγγυώμαι),
από το γαλλικό garant, wer-4 (= καλύπτω), ↔ γκαράζ, κουβέρτα, απεριτίφ. Είναι ενδιαφέρον ότι η εγγύηση και το εγγύς προκύπτουν από την αρχαία γύα, άλλη ονομασία του χεριού. - guess (= μαντεύω),
της ρίζας ghed-, ↔ αρχαίο χανδάνω (κρατώ). - guide (= ηγούμαι, οδηγώ),
της ρίζας weid- (= ορώ, είδον), ↔ Gwendolyn, Vienna (από κελτικές λέξεις για το λευκό), penguin (= πιγκουίνος, το pen σημαίνει «κεφάλι»). - guile (= πανουργία),
από το γερμανικό weihen (= χειροτονώ), συγγενές με το λατινικό vincio (= νικώ ή συνδέω), ομόρριζα με τον ρηματικό τύπο ίμψας (συνδεδεμένος) του είκω (φαίνομαι όμοιος). - guillemets (= ομοιωματικά, άλλως quotation marks),
από το γαλλικό κύριο όνομα Guillaume, αντίστοιχο του William, από helm / helmet (= κράνος), πιθανώς της ρίζας kel- (= καλύπτω), ↔ κέλυφος. - guise (= προσωπείο, εμφάνιση),
της ρίζας weid- των ορώ / video. - gulf (= κόλπος),
λέξεις ομόρριζες. Κατά μια άποψη, ο ανθρώπινος κόλπος (αγκαλιά) διαφέρει από τον θαλασσινό: ο πρώτος, και το κόλπο, προέρχονται από τον κόλαφο, ενώ ο δεύτερος είναι της ρίζας kuolp- / kwelp (= σχηματίζω καμάρα, κοιλότης), που έχει δώσει το αρχαίο αγγλικό hweaf (= καμάρα) και το whelm. - gull (= γλάρος, παραπλανώ),
όπως το gluttony. - gullet (= γούλα, οισοφάγος),
βλ. gluttony. - guru (= γκουρού, καθοδηγητής),
της ρίζας gwere-1 (= βαρύς), grave #1, grief. - gush (= αναβλύζω),
της ρίζας gheu- (= χύνω), ↔ χέω, χοάνη. - gust (= ριπή),
της ρίζας gheu- (= χύνω), όπως το fuse. - gustatory (= γευστικός),
ομόρριζα, όπως και τα γούστο, gusto. - gutter (= υδρορρόη),
από τη λατινική gutta (= σταγόνα), πιθανώς ↔ χυτός. - guy (= τύπος, μάγκας και ναυτικό σκοινί),
από το ιταλικό όνομα Guido (= ηγέτης), όπως το guide. - gyre (= γύρος, κυκλική κίνηση). Το πρώτο συνθετικό, gyro-, απαντά σε επιστημονικές λέξεις και είναι της ρίζας geu-
(= κάμπτω), ↔ γύης (το κυρτό τμήμα του αλετριού, καμπύλη), girasole, τζίρος. Γύρις λεγόταν αρχικά το λεπτό αλεύρι, από το γύρισμα του μύλου.