- Γαίω, γάνυμαι = είμαι χαρούμενος ↔ joy
- γαύρος = ανδρείος ↔ joy
- γελανδόν = ψυχρώς ↔ cold
- γελάω = λάμπω ↔ glacier
- γέντα = έντερα ↔ gastrimargic
- γέρρον = πλεκτό αντικείμενο από βέργες ↔ kernel
- γηθέω = χαίρω ↔ joy
- γήνομος = κάτοικις της γης ↔ gnome
- γήρυς = ομιλία, φωνή ↔ garrulous
- γιγγλισμός = δέσιμο ↔ succinct
- γλάω = λάμπω ↔ declare
- γλαυρός = ακτινοβολών ↔ glory
- γλήμη = τσίμπλα ↔ clammy
- γλήνη = κόρη οφθαλμού ↔ clean
- γλοία = κόλλα ↔ glue
- γλωχίν = αιχμηρό άκρο ↔ gloss
- γνώθω = νιώθω ↔ cognizance
- γνώμα = γνώρισμα ↔ normal
- γράστις = φυτό ↔ gangrene
- γράω = τρώγω, ροκανίζω ↔ gastric
- γρυμέα = εσθής, αγγείον ↔ crumb
- γρύτη = ψίχουλο ↔ scrutiny
- γρυψ = αετολέων ↔ griffon
- γύης = κυρτό ξύλο αρότρου ↔ gyre
- γωρυτός = φαρέτρα ↔ scrotum