- Καβάλλης = ίππος ↔ cavalier
- κάγκανος = κατάξερος ↔ hunger
- καίνυμαι = λάμπω, υπερτερώ ↔ cadmium
- καίνω = σκοτώνω ↔ decide
- καιρόω / καίρω = τρέχω ↔ cursor
- κάκαλα = τείχη, όργανο βασανισμού ↔ precinct
- καλάπους = καλαπόδι ↔ calibrate
- καλιά = καλύβα ↔ occult
- καλχαίνω = βάφω πορφυρό, μελετώ ↔ conch
- κάμμαρος = γαρίδα ↔ Cameroon
- κανάσσω = καταπίνω με θόρυβο ↔ charm
- καναχέω = ηχώ, από κλαγγή όπλων ↔ charm
- κάνδαρος = κάρβουνο ↔ candid
- κανθός = άκρη ↔ decant
- κάννα = καλάμι ↔ cannon
- κάπος = πνεύμα ↔ evaporation
- κάπτω / καπέω = καταβροχθίζω ↔ recover
- καπύω = πνέω ↔ evaporation
- καρ, καρός = κάρα, κόμη ↔ migraine
- κάραβος = καραβίδα ↔ carabine
- κάρνον = σάλπιγγα ↔ horn
- καρόω = κοιμάμαι βαθιά ↔ carotid
- κάρσιος = λοξός ↔ bias
- κάρταλος = καλάθι ↔ hurdle
- κάρτος = καρπός χεριού ↔ wharf
- κάρφω = αποξηραίνω ↔ sharp, πιθανώς carbon
- κάσσις = πεικεφαλαία ↔ hat
- κασσύω = συρράπτω ↔ sew
- καύω = σκάβω, κοιλαίνω ↔ caudex, codex
- κάχληξ = χαλίκι ↔ calculate
- κεάζω = κόβω ↔ curt
- κέαρ / κηρ = καρδιά ↔ cordial
- κείρω = κόβω, κουρεύω ↔ curt
- κείω = κείμαι ↔ quiet
- κέλαδος = θόρυβος ↔ cledonism
- κελαινός = μαύρος ↔ whale
- κέλευθος = δρόμος, ταξίδι ↔ acceleration
- κελεύω = παραγγέλλω, διατάζω ↔ acceleration
- κέλης = αρσενικός ίππος ↔ decelerate
- κέλλω = ωθώ προς τα εμπρός, παροτρύνω ↔ celerity
- κεμάς = ελαφίνα ↔ hind
- κεραΐζω = καταστρέφω ↔ caries
- κεράννυμι = ανακατεύω ↔ ceramics
- κεύθω = καλύπτω, κρύβω ↔ cutaneous
- κήδω = ενοχλώ, φροντίζω ↔ hate
- κηκίω = αναβλύζω ↔ henchman
- κήλεος = καυστικός ↔ calorie
- κηλέω = θέλγω, μαγεύω ↔ cultivate
- κήνσος = απογραφή ↔ censor
- κηρ = όλεθρος ↔ caries
- κίκερρος = ρεβίθι ↔ chickbean
- κινύρομαι = θρηνώ ↔ quarrel
- κιρρός = υποκίτρινος ↔ cirrhosis
- κίστη = κιβώτιο ↔ cistern
- κιχάνω = φθάνω ↔ go
- κίω = πορεύομαι ↔ citation
- κλάζω = παράγω οξύ ήχο ↔ klaxon
- κλάω / κλω = σπάζω ↔ coup
- κλέω = δοξάζω ↔ celebrity
- κληδονίζω = μαντεύω ↔ council
- κληδών = φήμη ↔ council
- κλιτύς = πλαγιά ↔ low
- κλύζω = διαβρέχω ↔ clyster
- κλυτός = ξακουστός ↔ listen
- κλύω = ακούω ↔ listen
- κλωψ = κλέφτης ↔ cyclop
- κνέφας = σκοτάδι ↔ crepuscule
- κνήκος = ατρακτυλίς ↔ honey
- κοέω / κοώ = αντιλαμβάνομαι ↔ acoustics
- κοινόω = μολύνω ↔ obscene
- κοίρανος = άρχων ↔ harbor
- κολάπτω = σπάζω, λαξεύω ↔ coup
- κόλον = τροφή, έντερο ↔ culinary
- κολούω = σπάζω ↔ coup
- κομίζω = φροντίζω ↔ comet
- κόναβος = θόρυβος ↔ cantata
- κονέω = επείγομαι, υπηρετώ ↔ deacon
- κόνικλος = κουνέλι ↔ convey
- κόπη = πλοίο ↔ coop
- κορέω = φρoντίζω ↔ accurate
- κόρθυς = σωρός ↔ herd
- κορπός = κορμός ↔ incorporate
- κόρση = κρόταφος, φαβορίτα ↔ curt
- κορσόω = ξυρίζω ↔ curt cartilage
- κόρυλος = φουντουκιά ↔ hazel
- κόρυμβος = βότρυς ↔ cheer
- κορύνη = ρόπαλο ↔ cranium, cervix
- κόρυς = περικεφαλαία ↔ cheer
- κόρφος = χορδή ↔ harp
- κουρέω / κορέω = σπέρνω, φροντίζω ↔ scour
- κουρίζω = φροντίζω ↔ scour
- κόχληξ = στρογγυλή πέτρα ↔ hail
- κράδη = κλαδί ↔ cardinal
- κραίνω = εκτελώ ↔ democracy
- κρας, κρατός = κάρα ↔ migraine
- κρέκω = κροτώ, χτυπώ ↔ crepitation
- κρέμβαλα = καστανιέτες ↔ crepitation
- κρηπίς = μπότα ↔ decrepit
- κρόκη = στρογγυλό χαλίκι ↔ sugar
- κρότων = τσιμπούρι ↔
- κτείνω = σκοτώνω ↔ decide
- κτεις = χτένα ↔ pecten
- κύαθος = κύπελλο ↔ casserole
- κύαρ = οπή ↔ jail
- κυδάζω = υβρίζω ↔ shout
- κύδος = πολεμική δόξα ↔ kudos
- κυκέω = ανακατεύω ↔ cook
- κύλα = κοιλώματα κάτω από τα βλέφαρα ↔ cilium
- κύμβη = είδος δοχείου ↔ chime
- κυνέω = φιλώ ↔ kiss
- κύπη = φωλιά, κύπελλο ↔ cup
- κύω = εγκυμονώ ↔ codex
- κύων = σκ΄λος ↔ quinse
- κώας = δέρμα προβάτου ↔ codex
- κώδεια = κεφαλή φυτών ↔ codeine
- κώδιον = προβιά ↔ codex
- κώος = σπήλαιο ↔ codeine
- κώρυκος = θύλακος, χόριον ↔ corium