- Λάας = λίθος ↔ dilapidated
- λαγαίω = χαλαρώνω ↔ sleep
- λαγαρός = χαλαρός, ισχνός ↔ lasagne
- λαγγάζω / λογγάζω = ενδίδω, χαζεύω ↔ belong
- λάζομαι = αρπάζω ↔ latch
- λάζω = λακτίζω ↔ calque
- λάθυρος = μπιζέλι ↔ lentil
- λαιδρός = τολμηρός ↔ collision
- λαιός = αριστερός, αδέξιος ↔ left
- λαιψηρός = ευκίνητος ↔ labor
- λακίζω = σχίζω, κομματιάζω ↔ lacerate
- λακίς = σχισμή ↔ lacerate
- λαλαγγώ = αντηχώ ↔ lull
- λαπάρα = κοιλιά ↔ lap
- λάπτω = ρουφώ, γλείφω ↔ lip, lap
- λαρινός, λαρός = εύγευστος ↔ lard
- λάσανον = δοχείο ↔ lasagne
- λάσθη / λάστη = πόρνη ↔ lascivious
- λάσκω = βροντώ, φωνάζω ↔ locution
- λάστη = πόρνη ↔ lascivious
- λάταξ = οινολάσπη ↔ latex
- λάτρις = εργάτης ↔ lucrative
- λαύω = παίρνω ως λεία ↔ liturgy
- λαφύσσω = καταβροχθίζω ↔ lip
- λάχνη = χνούδι ↔ plume
- λάω = βλέπω ↔ hemeralopia
- λείβω = σταλάζω ↔ aliphatic
- λείμαξ = γυμνοσάλιαγκος ↔ slime
- λέιτος = λαός ↔ liturgy
- λέκος = πιάτο ↔ balance
- λέκτρον = κρεβάτι ↔ lie
- λέμμα = λέπι ↔ leprosy
- λέντιον = ύφασμα ↔ lint
- λέπω = ξεφλουδίζω ↔ leaf
- λευρός = λείος ↔ levitate
- λεύσσω = βλέπω ↔ look (πιθανώς)
- λέχομαι = ξαπλώνω ↔ lie
- ληίζω = χτυπώ, καταστρέφω ↔ collide
- λήιον = πρυτανείο ↔ liturgy
- λήνος = έριον ↔ wool
- λήρος = μωρολογία ↔ lament
- λιάζομαι = παρεκκλίνω ↔ liminent
- λίγδην = ακροθιγώς ↔ collapse
- λιγνός (η) = αλαμπής φλόγα ↔ lignite
- λίζω = παίζω, χαράζω ↔ prelude
- λιλαίομαι = επιθυμώ ↔ lascivious
- λινδίω = αμιλλώμαι ↔ prelude
- λιπαρέω = εκλιπαρώ ↔ leave, life
- λίπτομαι = επιθυμώ ↔ liver
- λίσσομαι = ικετεύω ↔ litany
- λίστρον = σπαθί, σκαπάνη ↔ collide
- λιτή = προσευχή ↔ litany
- λιχανός = δείκτης ↔ lichen
- λιχνός = λαίμαργος ↔ lick
- λιψ (o) = ρεύμα ↔ aliphatic
- λιψ (h) = επιθυμία = libido
- λοίσθ(ι)ος = τελευταίος ↔ less
- λυγόω = δένω σφιχτά ↔ delicate
- λυγρός = λυπηρός ↔ lugubrious
- λύθρον = ρύπος, πηκτό αίμα ↔ pollution
- λω = επιθυμώ ↔ lascivious
- λώβη = ατιμία ↔ labile
- λώμα = έριον, κρόσσι ↔ fluffy
- λώπη = ιμάτιο ↔ library
- λωφάω = ελαφρύνω, παύω ↔ light, levitate