- Oakum (= ίνα σχοινιού, στουπί),
της ρίζας gembh- (= δόντι, καρφί), ↔ γόμφος, comb, gem. - oat (= βρώμη),
από το λατινικό aemidus (= πρησμένος), ↔ οίδος / οίδημα. - oath (= όρκος),
από το γερμανικό Eid, πιθανώς συγγενές των αίνος, έπαινος. - obdurate (= άκαμπτος, σκληρόκαρδος),
από ob (= προς, εναντίον) + dour. - obedient (= ευπειθής),
από ob (= εις) + audio (= ακούω), ↔ αΐω (ακούω), audition, aesthetic, της ρίζας au- (= αντιλαμβάνομαι). - obiter (= παρεμπιπτόντως),
από τα λατινικά obitus (= αναχώρηση), από ob + iter (= ταξίδι), από ρηματικό τύπο του eo (= πηγαίνω). Η έκφραση obiter dictum (= τυχαία παρατήρηση) αποτελεί νομικό όρο. - obituary (= νεκρολογία),
ευφημισμός για τους “αναχωρούντες”, όπως το obiter. - object (= αντικείμενο, ενίσταμαι),
από το λατινικό iaceo (= ρίχνω), ↔ ίημι, της ρίζας ye-. - oblate (= πεπλατυσμένος),
από ob + latus (= μετοχή του fero), πιθανώς ↔το τλατός (υποφερτός) του τλάω (υπομένω). - obligate (= συνδέω),
από ob + ligo (= δένω), ↔ λύγος (λυγαριά), βλ. liaison. - oblige (= υποχρεώνω),
όπως το obligate. - oblique (= πλάγιος, λοξός),
από το λατινικό licinus, της ρίζας lei- (= λυγίζω), ↔ λέχρις, λικριφίς (πλαγίως). - obliterate (= εξαλείφω),
από lit(t)era (= letter), από τη διφθέρα, της ρίζας deph- (= σταμπάρω). - oblivion (= αμνησία, λήθη),
από το λατινικό ρήμα oblivisci (= ξεχνώ, πρώτη σημασία εξομαλύνω), από ob + ρίζα (s)lei- του levis (= λείος, ελαφρός), ↔ λίμνη, ολισθαίνω. - oblong (= επιμήκης),
από longus (= μακρύς), από λαγγάζω / λογγάζω (ενδίδω), ↔ δολιχός (μακρύς). - obloquy (= δυσφήμηση),
από loquor (= ομιλώ), ↔ λάσκω (φωνάζω, κροτώ), λόγος, της ρίζας tolkw- (= ομιλώ). - obscene (= άσεμνος),
caenum / coenum (= βρωμιά), από το κοινόω (= μολύνω). - obscure (= σκοτεινός),
από το λατινικό obscurus, από ob + scurus (= καλυμμένος), της ρίζας (s)keu- ή (s)kew- (= καλύπτω), με παράγωγο το σκούρο, όχι όμως τη σκουριά. - observatory (= αστεροσκοπείο),
από observe (= παρατηρώ), serve (= υπηρετώ), της ρίζας ser-1 (= προστατεύω), ↔ ήρωας, hero. - obsess (= έχω εμμονή),
sedeo (= κάθομαι), ↔ έζομαι. - obsolete (= απαρχαιωμένος),
από το λατινικό soleo (= συνηθίζω), το οποίο αποτελείται από δύο, ρίζες: η πρώτη ↔ αντωνυμία εός (ίδιος), ενώ η δεύτερη σχετίζεται με παράγωγα του τίθημι (θετός, θήκη). ίσως και από το έθω (συνηθίζω). - obstacle (= εμπόδιο),
ob + sto (= ίστημι). - obstinate (= επίμονος),
ob + sto (= ίστημι). - obstruct (= εμποδίζω),
της ρίζας stere-, βλ. destroy. - obtain (= αποκτώ),
από ob + tendο, όπως το attempt. - obtest (= διαμαρτύρομαι),
από το λατινικό testis (= μάρτυρας), βλ. testament. - obtrude (= επιβάλλομαι),
από το λατινικό trudo (= ωθώ), ↔ τρύω. - obtuse (= αμβλύς, βραδύνους),
από το λατινικό tundo (= τύπτω), της ρίζας tud / (s)tew-, βλ. pierce. - obviate (= καθιστώ περιττό),
από via (= οδός), όπως το convey. - obvious (= φανερός),
όπως το obviate. - occlude (= φράζω),
από ob + claudo (= κλείνω), ↔ κλείνω, όπως το close. - occult (= απόκρυφος),
από τα λατινικά ob + celo (= κρύβω), ↔ κέλυφος, της ρίζας kel-2 (= καλύπτω). - occupy (= απασχολώ, καταλαμβάνω),
από ob + capio / κάπτω, της ρίζας kap-. - ocean (= ωκεανός),
από ωκύς = ταχύς + νάω = ρέω (νάμα είναι η πηγή). Eναλλακτικά από το κείμαι. - odious (= μισητός),
από το λατινικό και αγγλικό odium (= μίσος), από odi (= μισώ, ωθώ), ↔ οσμή / οδμή, όζω / όσδω, οδύσσομαι (μισώ) , της ρίζας h3ed- (= μισώ, μυρίζω). - odor ή odour (= οσμή),
από την αρχαία οδμή, της ρίζας h3ed- (= μισώ, μυρίζω). - offer (= προσφέρω),
από τα λατινικά ob + fero, της ρίζας bher- (= φέρω). - offspring (= απόγονος, παιδί),
από spring (= πηγή, άνοιξη, ελατήριο, προέρχομαι), ↔ sprinkle (= ραντίζω), σπέρχω (ορμώ), της ρίζας spergh- (= ορμώ). - old (= παλιός),
της ρίζας al-3 (= αυξάνω, τρέφω). - olfactory (= οσφρητικός),
από τα λατινικά oleo (= αυξάνω, μυρίζω), της ρίζας hed- (= μυρίζω, διαφορετική του ηδύς), ↔ αλδαίνω (αυξάνω, τρέφω), αλθαίνω (= θεραπεύω), λέτσος + facio. Σημειώνεται ότι στο oleo έχουν επέλθει τρεις αλλαγές συμφώνου, από «σ» σε «δ» και σε «l» (οσμή, οδμή, ol-). - ombudsman (= διαμεσολαβητής),
νορβηγικής προέλευσης, από ombud + man, το πρώτο συστατικό ↔ αμφί. - omerta (= σιωπή),
από παραφθορά της ιταλικής λέξης umilta, από τη λατινική humilitas (= ταπεινότης), της ρίζας dhghem- για τη γη, ↔ χθων, χθόνιος, human. - omniscient (= παντογνώστης),
και άλλες λέξεις με πρώτο συνθετικό τo omni-, από to λατινικό omnis (= όλος), ↔ opus, όμπνη (τροφή) + scio (= γνωρίζω), βλ. conscience. - oncology (= ογκολογία). Παρά τη φανερή της προέλευση, αναφέρεται διότι ο όγκος ανήκει στις ετυμολογικώς ενδιαφέρουσες λέξεις. Καταρχάς σχετίζεται με το οίδημα, της ρίζας eng-
(= φουσκώνω), με παράγωγο τον αδένα. Εναλλακτικά, είναι της ρίζας nek-2 (= επιτυγχάνω), ↔ διηνεκής. Άλλες εκδοχές αναφέρονται από το ογκόω (διαστέλλω), από άγαν (πολύ) + κύω (εγκυμονώ) ή από το ήνεγκα, αόριστος του φέρω, με τη σημασία του παράγω, προξενώ. Υπάρχει και άλλος όγκος (αγκίστρι, αιχμή βέλους, καμπή), στα λατινικά uncus, ↔ unguent. - onerous (= επαχθής),
από το λατινικό onus (= βάρος), από το όνομαι (ψέγω, διαπληκτίζομαι), ↔ όνειδος, βλ. exonerate. - onus (= βάρος),
όπως το onerous, της ρίζας h3enh2-. - opal (= οπάλιος),
της ρίζας upo- (= υπό). - opaque (= αδιαφανής),
από το λατινικό opacus, πιθανώς ↔ παχύς. - open (= ανοικτός),
της ρίζας upo- (= υπό) δια της γερμανικής οδού. - opinion (= γνώμη),
από opinor (= υποθέτω), ↔ opto (= επιθυμώ, διαλέγω), της ρίζας op- (= διαλέγω), βλ. adopt. - opponent (= αντίπαλος),
από ob + pono (= θέτω). - opportune (= κατάλληλος),
από ob (= προς, από το επί) + portus (= λιμάνι), ↔ πόρος, πείρω (διασχίζω). - opportunity (= ευκαιρία),
όπως το opportune. - opprobrium (= καταδίκη),
από το λατινικό opprobro (= αποδοκιμάζω), από ob + probrum (= κατηγορία, αποδοκιμασία), από pro + τη ρίζα bher- (= φέρω). - oppugn (= αμφισβητώ),
από pugnus / πυγμή, ↔ pink, point, πυξ. - optimism (= οπτιμισμός),
από το υπερθετικό του bonus (= καλός), optimus (= άριστος, ο πλουσιότερος), της ρίζας op- για την πλούσια παραγωγή. - opulent (= πλούσιος),
από οpus, operis (= έργο), από ops, opis (= δύναμη, υπηρεσία) και Ops (= ρωμαϊκή θεά της αφθονίας), ↔ όμπνη (σιτηρά, τροφή). Παραμένοντας στα λατινικά, τα ops / opus προέρχονται από το όπα, ρηματικό τύπο του έπω που σήμαινε «εργάζομαι» και επιβιώνει στο διέπω, της ρίζας op- (= παράγω σε αφθονία). - oral (= στοματικός, προφορικός),
από os, oris (= στόμα), ↔ αρά (ευχή, κατάρα). - orange (= πορτοκάλι),
λέξη γαλλική, συγγενής με το νεράντζι, από τα ιταλικά narancia, arancia, αραβικής προέλευσης. - oratory (= ρητορική, εννοείται τέχνη),
της ρίζας or- (= εκφορά τελετουργικού λόγου), ↔ αρά. εναλλακτικά από το oro (= ομιλώ), από os, oris (= στόμα). Τελικά οι δύο εκδοχές φαίνεται να συγκλίνουν. - orbital (= τροχιά, τροχιακό),
από τον ρόμβο. - ordain (= χειροτονώ),
της ρίζας ar- (= συναρμολογώ), του αραρίσκω. - ordeal (= δοκιμασία),
της ρίζας da- (= διαιρώ), ↔ δήμος, endemic, dole. - order (= διαταγή),
από το λατινικό ordo, ordinis (= ορθός), της ρίζας ar- των άρτι, άρθρο, αραρίσκω. - ordinal (= τακτικός),
επί αριθμών 1ος, 2ος κ.ο.κ., όπως το order. - ordnance (= υλικά πολέμου),
όπως το order. - oregano (= ρίγανη),
το αρχαίο ορείγανον, πιθανώς από όρος + γάνος, δηλ. «στολίδι των βουνών», αν και θεωρείται μάλλον αφρικανικής προέλευσης. Εκτός από στολίζω, γανόω σημαίνει επίσης «λάμπω», όπως στο γανώνω. - organ (= όργανο),
της ρίζας werg- / wreg- ή Fεργ- / Fρεγ- (= ωθώ), ↔ όργια, έργο, ρέζω (πράττω), ρέκτης. - orient (= ανατολή),
από το λατινικό orior, από τα αρχαία ορίνω / όρνυμι (σηκώνομαι, εγείρω), το μέρος του ορίζοντα από όπου σηκώνεται ο ήλιος, ↔ όρνις, κονιορτός, όρομαι (= φρουρώ), ουρά, ορείχαλκος, ορχήστρα, της ρίζας ergh-. - orifice (= οπή, άνοιγμα),
από os, oris (= στόμα) + facio της ρίζας dhe- (= θέτω) του τίθημι. - origin (= καταγωγή),
από το λατινικό origo (= αρχή), βλ. orient. - ormolu (αμετάφραστο). Πρόκειται για «αλεσμένο χρυσό», στα γαλλικά or moulu, αμάλγαμα χρυσού, από τα λατινικά aureus (= χρυσός),
της ρίζας aus- (= λάμπω), + molleo (= αλέθω), ↔ μύλος. - ornate (= περίτεχνος),
από το λατινικό orno (= στολίζω), ↔ ordo (= ορθός). - ortho- (= ορθός, σωστός),
πρόθεμα αρκετών λέξεων, της ρίζας eredh- (= υψηλός). - oscitancy (= χασμουρητό),
από τα λατινικά os (= στόμα) + cieo (= κινώ), ομόρριζα, της ρίζας kiei-. - osmosis (ώσμωση), από το ωθώ, γι’ αυτό είναι λάθος να γράφεται όσμωση.
- osseous (= οστεώδης),
από το λατινικό os, ossis, ↔ οστόν, όστρακο, οστακός (αστακός). - ostensible (= φαινομενικός, φανερός),
από το λατινικό ostendo (= επιδεικνύω), από ob (= επί) + tendo (= τείνω). - ostentatious (= επιδεικτικός),
όπως το ostensible. - ostrich (= στρουθοκάμηλος),
από στρουθός (μικρό πουλί). - other (= άλλος),
της ρίζας al-1 (= πέραν), όπως το λατινικό alter (= άλλος). - otiose (= τεμπέλης),
απο το λατινικό otium, βλ. negotiate. - otter (= ενυδρίς, βύδρα),
της ρίζας wed- (= υγρός), ↔ water, ύδωρ. - oust (= απομακρύνω, απελευθερώνω),
από το λατινικό absto των sto, ίστημι, βλ. out. - out (= έξω),
από το σανσκριτικό ud (= έξω), ομόρριζο του ύστερος. Ως πρώτο συστατικό σύνθετων λέξεων, το out έχει επίσης την έννοια του υπέρ. - outbid (= πλειοδοτώ),
από out + bid. - outfox (= ξεπερνώ στην πανουργία),
από out + fox. - outlaw (= θέτω εκτός νόμου, εγκληματίας),
από out + law. - outrage (= θυμός, ντροπή). Δεν προέρχεται από out + rage, αλλά από τα λατινικά ultraticum
(= περίσσεια), ulter (= πέραν), συγκριτικός βαθμός του uls (= πέραν), της ρίζας al-1 (= πέραν), όπως τα alias, άλλος ή της ρίζας h2el- (= αυξάνω), ↔ αλθαίνω. - outrageous (= απαράδεκτος, εξοργιστικός),
όπως το outrage. - outsider (= αουτσάιντερ),
από out + side (= πλευρά), γερμανικής καταγωγής. - outskirts (= περίχωρα),
από out + skirt (= φούστα), με την έννοια του περίγυρου. - ovation (= επευφημία),
από το λατινικό ovo (= χαίρομαι), ηχοποίητη λέξη όπως το αντίστοιχο αρχαίο ευάζω. - oven (= φούρνος),
γερμανικής καταγωγής, της ρίζας aukw- για δοχείο μαγειρέματος, ↔ ιπνός (κάμινος, φούρνος). - overall (= φόρμα εργασίας, συνολικά),
από over (ισοδύναμο με super / υπέρ) + all (= ολόκληρος), γερμανικής προέλευσης. - overarching (= κυρίαρχος),
από over + arch #1. - overhaul (= επισκευάζω),
όπως το haul (= σέρνω). - overwhelm (= κυριεύω),
της ρίζας kwelp- (= σχηματίζω καμάρα), βλ. whelm και gulf. - ovine (= πρόβειος),
από το λατινικό ovis, από το ομηρικό όις (πρόβατο). - owl (= κουκουβάγια),
από τη λατινική ulula, ↔ ululate (= ολολύζω), λέξεις ηχομιμητικές. - oyster (= όστρεον),
το στρείδι, της ρίζας ost-, ↔ οστούν.