- Οαρίζω = συνομιλώ, ερωτοτροπώ ↔ adore
- όγκος = αιχμή ↔ anoint
- όγμος = αυλακιά ↔ agminated
- οδόω = οδηγώ ↔ education
- οδύσσομαι = μισώ ↔ odious
- οίγω / οίγνυμι = ανοίγω ↔ vicar
- οιδάω = φουσκώνω ↔ abundant (πιθανώς)
- οίδος = οίδημα ↔ oat
- οίμα = ορμή, έφοδος ↔ estrus
- οίμαι / οίομαι = υποθέτω ↔ abominable
- οίμη = τραγούδι, μύθος ↔ proem
- οίμος = δίοδος ↔ voyage
- όις = πρόβατο ↔ ewe
- οίσω = μέλλων του φέρω ↔ abuse
- όκος = οφθαλμός ↔ oculist
- όκρις = τραχύς, οξύς ↔ mediocre
- όλβος = ευτυχία ↔ safe
- ολκάς = πλοίο ↔ hulk
- όλκος = αυλακιά ↔ sulcate
- όμβρος = βροχή ↔ imbrication
- όλεμος = ακούραστος ↔ lame
- ομείχω = ουρώ ↔ mist
- ομνύω = ορκίζομαι ↔ enmity
- όμπνη = πλούτος, σιτηρά ↔ opera
- ομφή = φωνή θεών ↔ song
- ονέω = συσσωρεύω ↔ exonerate
- όνομαι = ψέγω, διαπληκτίζομαι ↔ onerous
- ονόνυμι = ευεργετώ ↔ honor
- οργάω = διογκώνομαι, επιθυμώ ↔ interrogation (πιθανώς)
- ορέγω = απλώνω, προσφέρω ↔ rector
- ορίνω = ερεθίζω ↔ irritate
- όρκη / όρχη = λάγηνος ↔ urn
- όρνυμι = σηκώνομαι ↔ orient
- όρομαι = φρουρώ ↔ orient
- ορούω = ορμώ, σπεύδω ↔ rude
- όρρος = γλουτός, πυγή ↔ arse
- ορρωδέω = τρέμω ↔ horror
- ορχούμαι = χορεύω ↔ orchestra
- οτρηρός = εργατικός ↔ turbid
- ούδας = έδαφος ↔ method
- ούθαρ = μαστός ζώου ↔ exuberant
- ούλος = κατσαρός ↔ salvage
- ούλω = υγιαίνω ↔ whole
- ούρος = φρουρός ↔ warden
- ουτέω = τραυματίζω ↔ wound
- οχέω και οχέομαι = μεταφέρω, γεννιέμαι ↔ reveal
- όχος = άμαξα ↔ voyage
- οψ = φωνή, οφθαλμός ↔ eye