- Φαίβομαι = φεύγω έντρομος ↔ phobia
- φαίνω = λάμπω ↔ phenol
- φάλκη = δοκός ↔ fulcrum
- φαλός = λευκός, λαμπερός ↔ bald
- φαράω = οργώνω ↔ bore
- φαρκίς = ρυτίδα ↔ perforated
- φαύω / φάω = φωτίζω ↔ favor
- φέβομαι = τρέπομαι σε φυγή ↔ phobia
- φείδομαι = αποχωρίζομαι ↔ fission
- φείδομαι = λογαριάζω, ελεώ ↔ bifid
- φέρβω = τρέφω ↔ herb
- φέρμα = καρπός της γης ↔ birth
- φερνή = προίκα ↔ paraphernalia
- φήλος = απατηλός ↔ fault
- φημί = ομιλώ ↔ fame
- φήρος = θεϊκή τροφή ↔ bristle
- φιαλόω = κοιλαίνω ↔ vial
- φιλέω = αρπάζω ↔ compilation
- φίτυ = κλαδάκι ↔ future
- φλέω = αφθονώ ↔ blow
- φλίβω = συντρίβω ↔ conflict
- φλύω = αναβράζω ↔ fluctuation
- φολκός = δρεπάνι ↔ defalcate
- φορκός = λευκός, πολιός ↔ bright
- φραδής = έξυπνος ↔ fraud
- φράτρα = αδελφότης ↔ fraternity
- φριμάζω = φρουμάζω ↔ brim
- φριξ = ανατρίχιασμα ↔ frivolous
- φύρω = υγραίνω, ζυμώνω ↔ ferment
- φώγω = φρύγω ↔ fire, focus
- φωρ = κλέφτης ↔ fertile
- φώσκω = φέγγω ↔ fuscous