- Πάγος = βουνοκορφή ↔ peace
- παίω = κτυπώ, παραπατώ ↔ pave
- παλάσσω = ραντίζω ↔ pallid
- πάλη = παιπάλη, σκόνη ↔ pollen
- πάομαι = τρώγω ↔ food
- πάος / πήος = συγγενής ↔ refine (πιθανώς)
- παρακονάω = τροχίζω ↔ paragon
- παρέω = βρίσκομαι κοντά ↔ parent
- παρτός = αρχαίο ρούχο ↔ partiture
- πάσσω = πασπαλίζω ↔ squash
- παστάς = νυφικός θάλαμος ↔ post
- πατάνη = ρηχό πιάτο ↔ pan
- πατέομαι = τρώγω ↔ pastor
- πάτος = οδός = path
- παύρος = μικρός, λίγος ↔ puerile
- πέζα (η) = πόδι ↔ pedestal
- πείρω = διαπερνώ ↔ press
- πείσμα = σχοινί, καλώδιο ↔ bind
- πέκω = χτενίζω, ξαίνω μαλλί ↔ pecuniary
- πέλανος = πολτός ↔ flat
- πελεμίζω = τρέμω ↔ catapult
- πέλλα = δέρμα ↔ film
- πελλός / πελιός = σκουρόχρωμος ↔ film
- πέλτη = ασπίδα ↔ pelt
- πέλω = υπάρχω, περιστρέφομαι ↔ appeal
- πεμπάζω = μετρώ ανά 5 ↔ foist
- πεπαίνω = ωριμάζω ↔ acquire
- πέπαμαι = αποκτώ ↔ conquer
- πέρθω = καταστρέφω, εκπορθώ ↔ bore
- περκνός = σκούρος ↔ perch
- πέρνημι = πουλώ ↔ pornography
- πεσσός = τετράγωνη κολόνα ↔ headquarters
- πέσσω = ωριμάζω ↔ cook
- πετάννυμι = απλώνω ↔ aperture
- πήληξ = κράνος ↔ pelvis
- πήμα (το) = καταστροφή ↔ passion
- πημαίνω = αφανίζω ↔ passive
- πήνη / πήνος = υφάδι ↔ pawn
- πιδύω = αναβλύζω ↔ fat
- πιλόω = συμπιέζω ↔ peeling
- πίμπλημι = γεμίζω ↔ peeling
- πίμπρημι = καίω ↔ prurient
- πίον = λίπος ↔ fat
- πιπράσκομαι = πουλώ ↔ port
- πίτνυμι = απλώνω = patina
- πίτυλος = πλατάγημα κουπιών ↔ petulant
- πίω / πίσκω / πιπίσκω = πίνω ↔ piscine
- πίων = παχύς ↔ fat
- πλάδη, πλάδος = υγρασία, σήψη ↔ flaccid
- πλάζω = περιπλανιέμαι ↔ plague
- πόκος = όγκος μαλλιού ↔ pocket
- πολεύω / πολέω = περιφέρομαι, οργώνω ↔ cultivate
- πολέω = περιστρέφομαι, οργώνω ↔ wheel
- πολιώ = ασπρίζω ↔ polio(myelitis)
- πόρις = δαμάλι ↔ party
- πόσις (o) = άντρας, δυνατός ↔ potent
- πράτιον = αξία ↔ depreciation
- προύμνον = δαμάσκηνο ↔ prune
- πρόχους = κανάτι ↔ brooch
- πτισάνη = παρασκεύασμα από κριθάρι ↔ pestle
- πτίσσω = κοπανίζω, ξεφλουδίζω ↔ pestle
- πτόρθος = βλαστάρι ↔ arbor
- πύελος = σκάφη ↔ flow
- πυθέω / πύθω = σαπίζω ↔ putid
- πυνθάνομαι = πληροφορούμαι ↔ bid
- πυτίνη = βαρέλι ↔ bottle
- πώλος = πουλάρι ↔ paucity