- Quail. Πρόκειται για δύο διαφορετικές λέξεις: η πρώτη σημαίνει «φοβάμαι», της ρίζας gwele- (= βάλλω),
με ομόρριζο το kill, ενώ η δεύτερη είναι το ορτύκι, ηχομιμητικής προέλευσης. - quaint (= έξυπνος, ιδιαίτερος),
από cognitus, notus (= γνωστός), από γνώθω (νιώθω), ↔ γιγνώσκω, της ρίζας gno-. - quality (= ποιότης),
qualify (= πληρώ προϋποθέσεις), από qualis (= ποιος), της ρίζας kwis- (= τις, οποίος κ.λπ.) + fio (= κάνω). - quandary (= ερώτημα, δίλημμα),
από το λατινικό quando (= πότε), ↔ ποίος, της ρίζας qwo- / qwi-. - quarrel (= διαπληκτίζομαι),
από το λατινικό queri (= διαμαρτύρομαι), πιθανώς συγγενές με το κινύρομαι (θρηνώ). - quarry. Πρόκειται για δύο διαφορετικές λέξεις: η πρώτη σημαίνει «λατομείο», της ρίζας kwetwer- (= τέσσερα),
ενώ η δεύτερη σημαίνει «θήραμα», της ρίζας kerd- (= καρδιά). - quartz (= χαλαζίας),
της ρίζας (s)terw-1 (= περιστρέφω), βλ. turbid. - quash (= αναιρώ, συνθλίβω),
από τα λατινικά quasso / casso (= αδειάζω), βλ. fracas. - quaternion (= τετραδόνιο),
μαθηματικός όρος, από το τέσσερα της ρίζας kwetwer-. - quell (= κατευνάζω),
της ρίζας gwele- (= βάλλω), ↔ ball, kill, βέλεμνον. - queen (= βασίλισσα),
της ρίζας gwen- (= γυνή). Gwen είναι επίσης ουαλικό κύριο όνομα. - queer (= παράξενος),
της ρίζας terkw- (= περιστρέφω), ↔ contort, άτρακτος, τερηδών. - quern (= χειροκίνητος πέτρινος μύλος),
της ρίζας gwere-1, ↔ βαρύς, grief, guru. - query (= αμφισβητώ),
όπως το acquire. - quest (= αναζήτηση),
από το λατινικό quaero (= ερωτώ), ↔ πεπαίνω (ωριμάζω). - question (= ερώτηση),
όπως το quest. - queue (= ουρά),
από το cado (= πίπτω), της ρίζας kh2d-, συγγενούς με εκείνη του caedo (= κόβω, φονεύω), ↔ καίνω, κτείνω (φονεύω) ή του κεάζω (συντρίβω). - quick (= γρήγορος, ζωντανός),
της ρίζας για βίος, ζωή που αποδίδεται ως gwei- / gwiye- / gwih3-. εναλλακτικά από το ωκύς (οξύς, ταχύς). - quicklime (= υγρός ασβέστης, το υδροξίδιο του ασβεστίου),
από quick + lime. - quiet (= ήσυχος),
από το λατινικό quiesco (= αναπαύομαι), κατά μια εκδοχή ↔ κείω / κείμαι. - quill (= φτερό, αγκάθι),
πιθανώς από τον κάλαμο. - quilt (= πάπλωμα),
όπως το cushion. - quince (= κυδώνι),
το λατινικό malon cydonium, μήλο της Κυδωνίας, αρχαίας ονομασίας των Χανίων. - quinse (= αμυγδαλίτις),
από την κυνάγχη, της ρίζας kwon- (= κύων) + άγχος. - quinsy (= κυνάγχη),
η φλεγμονή τoυ λαιμού, από τον κύνα, της ρίζας kwon-, + άγχος. - quiver (= τρέμω),
όπως το quick. - quote (= παραθέτω, οικονομική προσφορά),
της ρίζας kwo-, βλ. aliquot. - quotidian (= καθημερινός),
από τα λατινικά quotus (= πόσος) + dies (= ημέρα), της ρίζας dyeu- (= λάμπω), ↔ deity (= θεότης), δήλος, Δίας. Η λέξη day δεν προέρχεται από εδώ, αλλά από τη ρίζα agh- (= μια μέρα). - quotient (= πηλίκο),
της ρίζας kwo- λατινικών αντωνυμιών και επιρρημάτων, όπως quotus (= πόσος), βλ. aliquot.