- Rabies (= λύσσα). Η ομώνυμη λατινική λέξη πιθανώς προήλθε από το αρπάω.
- race. Πρόκειται για δύο διαφορετικές λέξεις: η πρώτη σημαίνει «αγώνας δρόμου», από err (= σφάλλω),
στα λατινικά erro (= περιπλανώμαι), της ρίζας h1ers-, συγγενές των έρρω (= βαδίζω με κόπο), ιερός, οίστρος, ενώ η δεύτερη σημαίνει «ράτσα, φυλή», άγνωστης ετυμολογίας. - racemic (= ρακεμικός),
από την αρχαία ρώγα του σταφυλιού, ραξ / ρωξ ↔ ραγάς, ρώγα, ραγδαίος, της ρίζας wreg-, βλ. radical. - rack (= σφαδάζω, ράφι),
της ρίζας reg- (= ευθειάζω, κινούμαι ευθέως), ↔ ορέγω (απλώνω), όρεξις, ρήγας. - radiate (= ακτινοβολώ),
όπως το radiation. - radiation (= ακτινοβολία),
από το λατινικό radius (= ακτίνα), όπως το ray. - radical (= δραστικός, ριζικός),
της ρίζας wrad- που σημαίνει όχι μόνο τη ρίζα αλλά και τον κλάδο, από radix (= ρίζα), ράδιξ (αρχικά ράβδος, κλάδος), βλ. επίσης ray. - radish (= ραπάνι),
όπως το radical, ↔ ραδίκι, ράφανος βρίσδα, χράδαμνος. - radius (= ακτίνα, αρχικά τροχού),
συγγενές με άρδις (αιχμηρό άκρο) κατά μια εκδοχή. - raft (= σχεδία),
από νορβηγική λέξη, της ρίζας rep-, όπως το rape. - rag (= κουρέλι),
όχι «άγνωστης ετυμολογίας», αλλά από το ράκος. - rage (= οργή),
όπως το rabies. - rail (= σιδηροτροχιά, κουπαστή),
από το λατινικό regula (= ράβδος), του rego. - rain (= βροχή),
↔ βρέχω. - raise (= υψώνω),
της ρίζας er-1 (= κινούμαι), πιθανώς ↔ όρνυμι, ορμή. Μια άλλη θεωρία το συνδέει με rivus, τον ποταμό, river. - raisin (= σταφίδα),
από το λατινικό racemus (= βότρυς, τσαμπί σταφυλιού), από την αρχαία ραξ ή ρωξ (ρώγα), ↔ φράουλα, στα λατινικά fragula, υποκοριστικό της fraga. - rake (= τσουγκράνα),
όπως το rack. - ramify (= διακλαδώνω),
από το λατινικό ramus (= κλαδί), της ρίζας wrad- (= ρίζα, κλάδος) + facio (= κάνω). - ramp (= ράμπα),
από το γαλλικό ρήμα ramper (= σκαρφαλώνω). - rampart (= προμαχώνας),
από re + paro (= παράγω, ετοιμάζω), όπως το pare. - ranch (= ράντσο),
της ρίζας sker-2 (= κάμπτω). - rancid (= ταγκός),
από το λατινικό ranceo (= βρωμάω), κατά μια εκδοχή από το μαραίνω, μεμάραγκα στον παρακείμενο. Η παράλειψη μιας συλλαβής έχει προηγούμενο στη μετάβαση από τα ελληνικά στα λατινικά, όπως του γάλακτος σε lac, lactis. - rancor (= μνησικακία),
όπως το rancid. - range (= κυμαίνομαι, εμβέλεια, οροσειρά),
της ρίζας sker-2 (= κάμπτω). - rank (= κατατάσσω, βαθμός, σειρά),
της ρίζας reg- (= ευθειάζω, κυβερνώ) ή της ρίζας sker-2 (= κάμπτω). - ransack (= αναστατώνω, λεηλατώ),
της ρίζας sag- (= ερευνώ), βλ. forsake. - ransom (= λύτρα),
από τα λατινικά redemptio (= εξαγοράζω), emptio (= αγοραπωλησία), ↔ emo / νέμω, της ρίζας em-. Δεν είναι συγγενές το επίθετο empty (= άδειος) που προέρχεται από τη ρίζα med-. - rap (= κτυπώ, ελαφρό κτύπημα),
από σκανδιναβικές λέξεις, ηχομιμητικού τύπου. Τα λεξικά δεν αναφέρουν τη φανερή ομοιότητα με το ραπίζω, πιθανώς από το ράσσω (κομματιάζω). - rapacious (= άπληστος),
όπως το rape. - rape. Πρόκειται για δύο διαφορετικές λέξεις: η πρώτη σημαίνει «αρπάζω, βιάζω», από το λατινικό rapio (= αρπάζω),
↔ ερείπω (καταστρέφω), ερέπτομαι (καταβροχθίζω), της ρίζας rep-. Η δεύτερη είναι η ελαιοκράμβη, συγγενής ονοματολογικά με τα φυτά rapa / rapum, ράπυς / ραφανίς. - rapid (= ταχύς),
όπως το rape (η πρώτη σημασία), ↔ ραπιδογράφος. - rapine (= λαφυρο),
όπως το rape (η πρώτη σημασία). - rappel (= ανάκληση),
της ρίζας pel-5 (= χτυπώ), ↔ πάλλω, ψάλλω. - rapport (= σχέση),
από τα λατινικά re + ad + porto (= φέρω), ↔ πόρος. - rapporteur (= εισηγητής),
όπως το rapport. - raptor (= αρπακτικό πτηνό),
όπως το rape. - rapture (= αρπαγή),
όπως το rape. - rare. Πρόκειται για δύο διαφορετικές λέξεις από ρίζες με αντίθετη σημασία. Η πρώτη σημαίνει «σπάνιος», ↔ αραιός, έρημος, της ρίζας ere- (= διαχωρίζω). Η δεύτερη σημαίνει «λίγο ψημένος» και είναι της ρίζας kere-
(= αναμιγνύω), ↔ κεράννυμι, κρασί. - rascal (= κατεργάρης),
όπως το erase. - rase / raze (= ξυρίζω),
όπως το erase. - rash. Πρόκειται για δύο διαφορετικές λέξεις: η πρώτη σημαίνει «εξάνθημα», όπως το erase, της ρίζας red- (= ξύνω, ↔ χράω, rodent) που είναι συμπωματικά όμοια με το red
(= ερυθρός). η άλλη σημαίνει «βιαστικός» και είναι γερμανικής καταγωγής. - raster (= ράστερ, σύστημα κουκκίδων, τυπογραφικός όρος),
της ρίζας red- (= ξύνω), ↔ χράω (= ξύνω), χρίσμα. - rat (= αρουραίος),
όπως το rodent. - rate. Πρόκειται για δύο διαφορετικές λέξεις. Η πρώτη σημαίνει «φόρος, τιμή, ισοτιμία, ταχύτης, αξιολογώ», από το λατινικό reor (= υπολογίζω),
↔ αραρίσκω, της ρίζας re-, βλ. arraign. Η δεύτερη σημαίνει «μαλώνω», της ρίζας pau-2, βλ. berate. - ratify (= επικυρώνω),
από rate + facio. - ratio (= αναλογία),
όπως το rate. - rational (= λογικός),
όπως το rate. - rattle (= κουνώ, κροταλίζω),
από το αρχαίο κραδάω, πιθανώς συγγενές με cardinal. - raucous (= βραχνός, δυνατός),
από το λατινικό racco (= βρυχώμαι), από το ωρύομαι, ↔ ωρυγή (θόρυβος), ουρλιάζω, ορυμαγδός, ερεύγομαι, της ηχομιμητικής ρίζας reu- / h1rewg-. - ravage (= καταστρέφω),
όπως το rape #1. - raven (= κοράκι),
από την ηχοποίητη ρίζα ker- (= κτυπώ), ↔ κρώζω, κορώνη (κουρούνα), κρέκω (κτυπώ). - ravenous (= άπληστος),
όπως το rape #1. - ravine (= φαράγγι),
όπως το rape #1. - ravish (= αρπάζω, γοητεύω),
όπως το rape #1. - raw (= ωμός),
της ρίζας kreue-1, ↔ κρέας. - ray (= ακτίνα),
από τη λατινική radius, κατά μια εκδοχή από τα αρχαία άρδις (αιχμή) ή ράβδος. - rayon (= ραιγιόν),
όπως το ray. - razor (= ξυράφι),
από το rado (= χράω = ξύνω), της ρίζας red-, βλ. abrasive. Σχετική είναι η εν χρήσει λατινική έκφραση tabula rasa, κατά λέξη «ξυρισμένος πίνακας», για κάτι άγραφο, παρθένο. - reach (= φτάνω),
της ρίζας reig- (= εκτείνω), ↔ όρεξη. - reagent (= αντιδραστήριο),
από το μόριο re- (= προς τα πίσω, ξανά ) της ρίζας wert- (= περιστρέφω, γυρίζω) + άγω. - realm (= βασίλειο),
από rex (= ρήγας). - rear. Πρόκειται για δύο διαφορετικές λέξεις: η πρώτη σημαίνει «ανατρέφω», όπως το raise, η δεύτερη σημαίνει «πίσω», από το λατινικό retro-.
- rebate (= αφαιρώ, έκπτωση),
απο re- + abate. Το επαναληπτικό πρόθεμα re- προέρχεται από τις ρίζες wret- / wert- (= περιστρέφω) – όχι της ρίζας re- (= μετρώ). Προ φωνήεντος μετατρέπεται σε red-, π.χ. redeem. - rebuke (= επιπλήττω),
από το παλιό γαλλικό ρήμα buchier (= κόβω ξύλα), γερμανικής προέλευσης, όπως και το bush (= θάμνος). Από εδώ οι ιθαγενείς της Νότιας Αφρικής ονομάστηκαν bushmen (= βουσμάνοι). - recalcitrant (= ατίθασος),
από το λατινικό calcitro (= κλοτσώ), από calx (= φτέρνα), της ρίζας kalk- που μετατράπηκε σε lak- κι έχει δώσει το λακτίζω / λάζω, ↔ calque ή της ρίζας (s)kel- (= καμπύλος). - recant (= ανακαλώ),
μεταφραστικό δάνειο της παλινωδίας, από cano / cantο (= τραγουδώ). - recap (= ανακεφαλαιώνω),
από re- + το λατινικό caput (= κεφαλή). - recede (= απομακρύνομαι),
από re- + cedo (= υποχωρώ), όπως το accede. - receipt (= απόδειξη),
από το recipio, από re- + capio (= κάπτω). - receive (= δέχομαι),
από το recipio, από re- + capio (= κάπτω). - recent (= πρόσφατος),
από το λατινικό recens, re- (= πίσω, ξανά) + τη ρίζα ken-2 (= νέος) του καινός. Δεν σχετίζεται με το decent. Σημειώνεται ότι καινοτόμος στην αρχαιότητα λεγόταν αυτός που έκανε νέες τομές στη γη για να ανακαλύψει κάποια φλέβα μεταλλεύματος. Ο καινός (καινουργής) δεν έχει σχέση με τα καίνω (σφάζω, συγγενές του κτείνω) και καίνυμαι (υπερέχω). - receptacle (= δοχείο),
όπως το receive. - recession (= ύφεση),
όπως το recede. - recidivist (= υπότροπος),
από re- + cadeo (= πίπτω). - reciprocal (= αμοιβαίος),
από τα λατινικά recus (= ύστερος) + procus (= πρωτεύων), από pro- (= εμπρός). - reck (= φροντίζω),
γερμανικής καταγωγής, της ρίζας reg- (= ευθύς), ↔ ορέγομαι, ρήγας. Εναλλακτικά από αρήγω / αλέξω (προστατεύω), της ρίζας alek-, ↔ αλκή, αλέκτωρ. - reckless (= απερίσκεπτος),
όπως το rack. - reckon (= υποθέτω),
όπως το rack. - reclaim (= ανακτώ),
από re- + όπως το acclaim. Η λέξη προέκυψε από το φωνάζω πίσω, αναφορά στα εξημερωμένα κυνηγετικά γεράκια. - recline (= ξαπλώνω),
από re- + clino (= κλίνω, κάμπτω). - recluse (= ερημίτης),
από το λατινικό claudo (= κλείνω), ομόρριζα, της ρίζας klau- / (s)kel-, ↔ clavier, κλεις, κλωβός. - recognize (= αναγνωρίζω),
από re- + con + cogno (= γνωρίζω), της ρίζας gno- (= know, γιγνώσκω). - recoil (= οπισθοχωρώ, κωλώνω),
από τα λατινικά re- + culus (= κώλος), της ρίζας (s)keu- (= καλύπτω), ↔ κύτος. Δεν έχει σχεση με το coil. - recommend (= συστήνω),
όπως το mend. - reconcile (= συμφιλιώνω),
από τα λατινικά concilio, calo (= καλώ). - recondite (= δυσνόητος),
από το λατινικό condo (= κτίζω, αποθηκεύω), από re- + cum + do, της ρίζας dhe- (= βάζω, κάνω), που σχετίζεται με facio / τίθημι και θέμα. - reconnoiter (= αναγνωρίζω),
όπως το recognize. - recourse (= προσφυγή, διέξοδος),
από curro (= τρέχω), της ρίζας kers-. - recover (= αναρρώνω),
όχι από re- + cover, αλλά από το recupero (= recuperate = αναρρώνω), από το recipio (= receive), από capio (= αρπάζω), κάπτω. - recreant (= δειλός),
της ρίζας kerd- (= καρδιά). - recreate (= αναπαράγω),
όπως το creation. - recreational (= ψυχαγωγικός),
όπως το recreate. - recrement (= σκουριά, ακαθαρσία),
από το λατινικό creno (= κοσκινίζω), από κρίνω που σήμαινε αρχικά «διαχωρίζω», της ρίζας krei- (= διακρίνω). - recrudesce (= υποτροπιάζω),
όπως το crude. Νοηματικά συγγενείς είναι οι όροι recidivism (= υποτροπή, relapse (= υποτροπή). - rectify (= διορθώνω),
από rectus (= ευθύς, ορθός), από τον λατινικό βασιλιά (rex, regis) + facio (= φτιάχνω, τίθημι), ↔ ρεκτιφιέ. - recumbent (= επικλινής),
από τα λατινικά cumbo / cubo (= κείμαι), cubiculum (= δωμάτιο), συγγενές του κύβου. - recuperate (= ανακάμπτω),
από τα λατινικά recipio, re- + capio (= κάπτω) ή cupio, βλ. covet. - recur (= αναρρώνω),
της ρίζας kers- (= τρέχω), της κούρσας. - redaction (= επιμέλεια έκδοσης),
από το λατινικό redigo (re- + ago = άγω). - redeem (= εξαργυρώνω, ξαναγοράζω),
όπως το redemption. - redemption (= εξιλέωση, κατά λέξη “εξαγορά”),
από redimo (= re-(d) + emo = ξανά + αγοράζω), ↔ νέμω. - redolent (= ευωδιαστός),
από τα λατινικά re- + oleo (= αυξάνω, μυρίζω), από alo (= τρέφω), ↔ αλδαίνω (αυξάνω, τρέφω), αλθαίνω (= θεραπεύω). - redoubt (= οχυρό),
από το γαλλικό redonte, από το λατινικό reductus (= καταφύγιο), του reduco, βλ. reduce. Υπάρχει και το σπάνιο ρήμα redoubt που χρησιμοποιείται στο επίθετο redoubtable. - redoubtable (= φοβερός),
από το doubt (= αμφιβάλλω), της ρίζας dwo- του δύο. - redound (= πλημυρίζω),
από το λατινικό unda (= κύμα), της ρίζας wed- (= ύδωρ), ↔ water, ύδωρ. - redress (= επανορθώνω),
από dress (= ντύνω, ευθυγραμμίζω). - reduce (= ανάγω, μειώνω),
από duco (= οδηγώ), της ρίζας dewk-, ↔ δείκω (δείχνω), δαδύσσομαι (αφαιρούμαι, έλκομαι). - reduction (= αναγωγή),
όρος μαθηματικός, γλωσσολογικός και χημικός, από duco (= οδηγώ). - reek (= βρωμώ),
από τα γερμανικά rauchen (= καπνίζω) / riechen, ↔ ερεύγομαι (ρεύομαι), της ρίζας h1rewg- (= κάνω εμετό). - reel (= καρούλι, γέρνω),
της ρίζας krek- (= υφαίνω), ↔ κρόκος. - refine (= διυλίζω, καθαρίζω),
από fine (= φίνος, καθαρός), από το λατινικό finis (= τέλος), πιθανώς ↔ figo (= fix = διορθώνω). - reflex (= αντανακλαστικό),
από το λατινικό flecto (= λυγίζω), πιθανώς συγγενές με τη ρηματική μορφή, πέπλεκται, του πλέκω. - reflexive (= αυθόρμητος, αυτοπαθής),
όπως το reflex. - reflux (= άμπωτη),
από το λατινικό fluo (= ρέω), από φλέω (αφθονώ) / φλύω (αναβράζω). Η ίδια λέξη είναι ιατρικός όρος για τη γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση και χημικός όρος για τη ζέση με κατακόρυφο ψυκτήρα επαναρροής. - refraction (= διάθλαση),
από fraction (= κλάσμα), ↔ frango / ρήγνυμι. - refrigerator (= ψυγείο),
από το λατινικό frigus, frigoris (= ψύχρα, τρεμούλιασμα από φόβο), ↔ ρίγος. - refuge (= καταφύγιο),
από το λατινικό fugo (= φεύγω). - refugee (= πρόσφυγας),
από το λατινικό fugo (= φεύγω). - refulgent (= λαμπερός),
της ρίζας bhel-1 (= λάμπω, καίω), ↔ φλέγω. - refund (= επιστροφή χρημάτων, αποζημιώνω),
από το λατινικό fundo (= χύνω), απαρέμφατο fundere, της ρίζας gheu- (= χέω), ↔ χοάνη, χυμός. - refuse (= αρνούμαι, σκουπίδια),
από fundo, ↔ χέω (χύνω), της ρίζας gheu- (= χέω). - refute (= ανασκευάζω),
από τα λατινικά re- + futo (= κτυπώ), της ρίζας bhau- (= κτυπώ), όπως το abut. Πιθανό παράγωγο είναι το λατινικό fustis (= ρόπαλο), από όπου προήλθαν η ιταλική fusta (= τσόχα), επειδή η κατασκευή της γίνεται με χτυπήματα, και τα φούστα, φουστάνι, φουστανέλα. - regale (= τέρπω),
από τα γαλλικά regale, gale (= ευθυμία), συγγενή με gallant (= ευπαρουσίαστος, ευγενικός), γαλαντόμος. οι λέξεις έχουν μακρινή συγγένεια με will (= επιθυμώ), ελπίς. - regard (= θεωρώ, εκτίμηση),
γερμανικής καταγωγής, της ρίζας wer-3 (= ορώ, αντιλαμβάνομαι), ↔ ούρος (φρουρός), από το ορώ. - regatta = λεμβοδρομία). Από τις τέσσερις ετυμολογίες που έχουν προταθεί, πιθανότερες είναι από το ιταλικό rigatto (= συναγωνίζομαι),
που έχει σχέση με τη ρίγα, ή από το capto. - regime (= καθεστώς),
όπως το rack. - regimen (= καθεστώς, διατροφή),
όπως το rack. - regiment (= σύνταγμα),
όπως το rack. - region (= περιοχή),
από rex / rego (= ρήγας / κυβερνώ). - registration (= εγγραφή),
από το register (= καταγράφω), από το λατινικό regero (= επαναφέρω, εννοείται καταγράφοντας αρχεία), από gero (= φέρω). - regression (= αναδρομή, παλινδρόμηση),
από re- + grade), όπως το aggress. - regular (= κανονικός),
από το λατινικό regula (= κανόνας, ίσια βέργα), της ρίζας reg- (= κινούμαι ευθέως), ↔ ράγα, ρέλι, ρήγας. - regurgitate (= μηρυκάζω),
όπως το gorge. - rehash (= διασκευάζω),
όπως το hash. - reign (= βασίλειο, κυριαρχώ),
της ρίζας reg-. - reimburse (= αποζημιώνω),
από purse (= πορτοφόλι), από την αρχαία βύρσα. - rein (= χαλινάρι),
από τα λατινικά retineo (= συγκρατώ), teneo (= τείνω), ↔ retain (= συγκρατώ), της ρίζας ten- (= τείνω). - reindeer (= τάρανδος),
από νορβηγική λέξη για κερασφόρο ζώο, της ρίζας krei-, ker-1 (= κέρατο, κεφάλι) + deer (= ελάφι), γερμανικής προέλευσης για το ζώο γενικά, Tier, από το θηρ (θηρίο). - reject (= απορρίπτω),
από το λατινικό iaceo (= ρίχνω), ↔ ίημι. - rejoice (= χαίρομαι),
από το λατινικό gaudo (= χαίρομαι), ↔ jewel, joy, γαύρος (ανδρείος), γαίω / γηθέω (χαίρομαι) ή γάνυμαι (είμαι χαρούμενος), γανώνω (λάμπω), όλα της ρίζας gau-. - rejuvenate (= ανανεώνω),
όπως το λατινικό iuvenis (= νέος), βλ. junior. - relapse (= υποτροπή),
όπως το collapse. - relate (= συσχετίζω, αφηγούμαι),
από τον ρηματικό τύπο relatum του refero (= μεταφέρω). - relative (= σχετικός),
όπως το relate. - release (= απελευθερώνω),
από lease, από τη λατινική λέξη lax (= χαλαρός), αναφορά στα έντερα, από laxus (= ευρύς), ↔ λήγω, της ρίζας sleg-. - relegate (= υποβαθμίζω),
από lego (= στέλνω). - relent (= ενδίδω, τήκω). Δεν υπάρχει ρήμα lent. Η λέξη προήλθε από τα λατινικά lentus
(= βραδύς), lenis (= επιεικής), ↔ λείος. - relentless (= αμείλικτος),
όπως το relent. - relevant (= σχετικός),
από levis (= ελαφρός). - reliant (= εξαρτώμενος),
βλ. rely. - relic (= λείψανο),
της ρίζας leikw- (= λείπω), ↔ λείπω. - relict (= χήρα),
όπως το relic. - reliction (= απόσυρση της θάλασσας),
όπως το relic. - relieve (= απαλλάσσω),
από levis (= ελαφρός), ομόρριζα, όπως και τα lever / λεβιέ (= μοχλός). - religion (= θρησκεία),
από religio (= συνενώνω), της ρίζας leig- (= συνδέω), ↔ λύγος (λυγαριά). - relinquish (= εγκαταλείπω),
της ρίζας leikw- (= λείπω), ↔ λείπω. - relish (= νοστιμιά, απολαμβάνω),
από τo λατινικό lax (= χαλαρός), αναφορά στα έντερα, από laxus (= ευρύς), της ρίζας sleg- / leg- (= είμαι χαλαρός), ↔ λάγνος, λήγω sleep, languid. - reluctant (= απρόθυμος, διστακτικός),
από το λατινικό luctor (= παλεύω), μέσω του γαλλικού lutter (= παλεύω), της ρίζας legw-, ↔ λύγος, λυγαριά, λυγίζω, luxury. - rely (= βασίζομαι, εξαρτώμαι),
όπως τα ligature, religion. - remainder (= υπόλοιπος),
της ρίζας men-3 (= μένω). - remand (= προσωρινή κράτηση),
από το mandate, από manus + do. - remember (= ενθυμούμαι),
της ρίζας (s)mer-1, ↔ μέριμνα, δε σχετίζεται με το member. - remit (= υποχωρώ, εμβάζω),
από το mitto (= στέλνω, βάζω), ↔ μετιώ (ρίχνω, υποχωρώ). - remnant (= υπόλειμμα),
όπως το remainder. - remonstrate (= διαμαρτύρομαι),
της ρίζας men-1 (= νομίζω), ↔ μάντης, μανία. - remorse (= τύψη),
από τα λατινικά remorsum, mordeo (= δαγκώνω), της ρίζας mer- (= βλάπτω) ↔ morbid, amortize, σμερδνός (φοβερός). - remote (= απομακρυσμένος),
όπως το promote. - remunerate (= αποζημιώνω),
από munus (= υπηρεσία), ↔ μίτρα, αμείβω, μείων, μανός (αραιός). - render (= δίνω, καθιστώ, λιώνω),
από το γαλλικό render, από τα λατινικά redo (= επιστρέφω), από re- + do (= δίδω), ↔ ρέντα, ραντεβού. - rendition (= ερμηνεία, απόδοση),
όπως το render. - renegade (= αποστάτης),
από re- + nego (= αρνούμαι), από νη + aio (= καταφάσκω), ↔ ημί (φημί, λέγω), της ρίζας h1eg-. - rennet. Πρόκειται για δύο διαφορετικες λέξεις: η πρώτη (= πυτιά) είναι της ρίζας rei-
(= ρέω), ενώ η δεύτερη αναφέρεται σε ποικιλία μήλων και είναι υποκοριστικό της regina (= βασίλισσα). - renounce (= αποκηρύσσω),
όπως το announce. - rent (= ενοικιάζω),
όπως το render. - repartee (= πνευματώδης διάλογος),
όπως το departure. - repast (= γεύμα),
της ρίζας pa- / peh-2 (= τρέφω, προστατεύω), όπως τα αρχαία πάομαι / πατέομαι (τρώγω), ↔ food (= τροφή), feed (= τρέφω), πώμα (κάλυμμα). - repay (= εξοφλώ),
από pay (= πληρώνω), από το λατινικό paco (= ησυχάζω), επειδή με την πληρωμή ησύχαζε ο πιστωτής, ↔ πήγνυμι, peace, της ρίζας peh2g- (= συνδέω). - repeal (= ανακαλώ),
όπως το appeal. - repeat (= επαναλαμβάνω),
από re + peto (= ζητώ), ↔ πετώ, πίπτω. - repel (= απωθώ),
από pello (= ωθώ), ↔ πάλλω, καταπέλτης. - repent (= αισθάνομαι τύψεις),
από re- + poena (= ποινή), της ρίζας kwei-1 (= πληρώνω). - repertory (= θίασος, συλλογή),
από τα λατινικά reperiο (= ευρίσκω, εφευρίσκω), pario, ↔ pareo / paro (= παράγω, ετοιμάζω κ.α.), της ρίζας par- των προ, περί, παρά κ.α. - repine (= παραπονιέμαι, στενοχωριέμαι),
από το παλιό ρήμα pine (= βασανίζω), διαφορετικό του pine (= πεύκο), από την ποινή, όπως το repent. - replenish (= ανεφοδιάζω, αναπληρώνω),
από plenus (= πλήρης) - replete (= πλήρης),
από το λατινικό pleo (= γεμίζω), της ρίζας pele-1 (= πληρώ), ↔ πλούτος, πλήθος, fill. - replication (= αντιγραφή, ρεπλίκα),
όπως το replete. - reply (= απαντώ),
όπως το replete. - report (= αναφέρω, αναφορά),
από porto (= φέρω), ↔ πρέσβυς, πέρας, πριν, πείραμα, απόπειρα, της ρίζας per-, πείρω (τρυπώ). - repose (= αναπαύομαι, θέτω). Πρόκειται για δύο διαφορετικές λέξεις: η πρώτη από το λατινικό repauso, ↔ pause
(= παύση), η δεύτερη από το pono. - repository (αποθήκη), από re- + pono
(= θέτω). - reprehend (= επιπλήττω),
όπως το apprehend. - reprehensible (= κατακριτέος),
βλ. apprehend. - repress (= καταπιέζω, καταστέλλω),
από το λατινικό premo (= πιέζω), ↔ πείρω (διαπερνώ), κτυπώ, τύπτω, τρέμω. - reprieve (= αναστολή ποινής),
από reprehendo (= επιπλήττω), όπως το apprehend. - reprimand (= επιπλήττω),
όπως το repress. - reprisal (= αντίποινα),
από reprieve (= επαναλαμβάνω), από το γαλλικό prendre, από re- + prendo, από prae + hendo (= παίρνω), ↔ get, χανδάνω (κρατώ, χωρώ), πρέζα. - reprise (= επανάληψη),
όπως το reprisal. Η ρεπρίζ του αυτοκινήτου αναφέρεται σε επιτάχυνση. - reproach (= μέμφομαι),
από τα λατινικά ad + το επίρρημα και την πρόθεση prope (= πλησίον), από pro- + que (= και, τε). το pro είναι της ρίζας per-1 (= προ), ↔ παρά, περί. όπως το approach. - reprove (= μέμφομαι),
όπως το prove. - reptile (= ερπετό),
από το λατινικό repo (= έρπω). - repugnant (= αποκρουστικός),
από re- + pugnus (= πυγμή), ομόρριζα. - repulse (= απωθώ),
όπως το compulse. - reputation (= φήμη),
από puto (= καθαρίζω, υπολογίζω), ή της ρίζας pau-2 (παίω) όπως το putative. - request (= αίτηση),
από το quaero (= ερωτώ), ↔ πεπαίνω (ωριμάζω). - require (= απαιτώ),
όπως το request. - rescind (= ανακαλώ),
από τα ομόρριζα scindo (= σχίζω), skei- (= σχίζω), ↔ shingle. - rescue (= διασώζω),
της ρίζας kwet- (= ανακινώ), όπως το quash. - research (= έρευνα),
όπως το search (= ψάχνω). - reseda (= ρεζεντά),
από το λατινικό resedo (= καταπραΰνω), του sedeo (= έζομαι, κάθομαι), λόγω του καταπραϋντικού χαρακτήρα αφεψήματος ανθέων / φύλλων του φυτού. - resemble (= μοιάζω),
από τα λατινικά simulo (= προσποιούμαι), similis (= όμοιος), ↔ ομαλός. - resent (= φθονώ),
από το λατινικό sentio (= αισθάνομαι), όπως το assent. - reservoir (= ρεζερβουάρ, ταμιευτήρας),
αυτούσια η γαλλλική λέξη, από το λατινικό servo (= υπηρετώ) της ρίζας ser-1 (= προστατεύω), ↔ ήρωας, hero. - residence (= κατοικία),
από sedeo (= κάθομαι), ↔ έζομαι. - resign (= παραιτούμαι),
από το λατινικό signo (= καταχωρίζω), της ρίζας sekw- (= ακολουθώ), ↔ έπομαι. - resile (= υπαναχωρώ),
από το λατινικό saltio (= πηδώ), ↔ άλλομαι, σάλτο, της ρίζας al-2 (= τρέφω). - resilient (= ελαστικός, ανθεκτικός),
όπως το resile. - resolute (= αποφασιστικός),
της ρίζας leu- (= λύω), όπως absolute. - resolve (= επιλύω, αποφασίζω),
όπως το resolute. - respire (= αναπνέω),
από το λατινικό spiro (= αναπνέω), βλ. spirit. - respite (= ανάπαυλα),
από το λατινικό specio, ↔ aspect, conspicuous, σκέπτομαι, σκοπώ (βλέπω, στοχεύω), της ρίζας spek- (= παρατηρώ). - respond (= απαντώ),
από το λατινικό spondeο (= υπόσχομαι), ↔ σπένδω / σπονδή. - responsible (= υπεύθυνος),
όπως το respond. - rest. Πρόκειται για δύο διαφορετικές λέξεις. Η πρώτη σημαίνει «υπόλοιπο», από τα λατινικά re- + sto, του ίστημι. τα ρέστα είναι διαφορετικής ετυμολογίας, από το επίθετο ρέστος (ρήιστος, ράστος), υπερθετικός βαθμός του ράδιος, από το επίρρημα ρα (εύκολα),
↔ ράθυμος, που συνδέεται με το άλλο rest. Η δεύτερη σημασία του rest, «αναπαύομαι», θεωρείται αβέβαιας ετυμολογίας, μάλλον γερμανικής ή νορβηγικής προέλευσης. Ωστόσο, παρόλο που στα γερμανικά η λέξη Rast σημαίνει «ανάπαυση», δεν αναφέρεται συγγένεια με το ρα ούτε με τη ραστώνη που σημαίνει ακριβώς το ίδιο! - restrain (= ακινητοποιώ),
από stringo (= τσιμπώ), όπως το stress. - restriction (= περιορισμός),
της ρίζας streig- (= στράγγω), όπως το stress. - restroom (= τουαλέτα, αποχωρητήριο στα αμερικανικά αγγλικά),
σύνθετη λέξη, από rest #2 + room (= δωμάτιο), από την άρουρα (γη). - resume (= ξαναρχίζω, περίληψη βιογραφικού),
από sumo (= παίρνω), από sub + emo. - resurge (= αναζωπυρώνω),
απο τα λατινικά re- + sub- + rego, της ρίζας reg-, όπως το prorogue. - resurrection (= ανάσταση),
όπως το resurge. - resuscitate (= επαναφέρω),
από τα λατινικά cio / cieo / cito (= ανακινώ), ↔ κινώ, σούστα, της ρίζας keie-. - retain (= συγκρατώ),
του teneo (= τείνω). - retaliate (= αντεπιτίθεμαι),
από το λατινικό talis (= τηλίκος / ταλίκος, «τόσος στην ηλικία», της ρίζας tel- (= υψώνω), ↔ ήλιξ (ομήλικος) ή ↔ Άτλας, τελαμών. - retard (= καθυστερώ),
από το λατινικό tardus (= βραδύς), ομόρριζα, πιθανώς της ρίζας der- (= διαχωρίζω). - retinue (= ακολουθία),
της ρίζας ten- (= τείνω). - retire (= αποχωρώ, συνταξιοδοτούμαι),
από το γαλλικό retirer, re- + tirer (= τραβώ), κατά μια εκδοχή από το martirer (= υποφέρω μαρτύρια). το ρετιρέ είναι το αποτραβηγμένο διαμέρισμα. - retort (= απαντώ, αποστακτικό κέρας),
από re- + torqueo (= συστρέφω), ↔ τρέπω. - retreat (= αποσύρομαι, υποχωρώ),
από το traho. - retribution (= τιμωρία),
από tribute (= σέβας, φόρος τιμής), tribe (= φυλή), από τρεις + ρίζα του to be. - retrieve (= ανακτώ),
από το γαλλικό trouver (= βρίσκω), από tropus / τρόπος. Τα σκυλιά ράτσας retriever ονομάστηκαν έτσι επειδή ξαναβρίσκουν το ίχνος μιας οσμής. - retrogressive (= οπισθοδρομικός),
από τα λατινικά retro (= πίσω) + gradi (= περπατώ), από gradus (= βήμα), ↔ γράδο, γραδάρω. - return (= επιστρέφω),
βλ. turn. - revamp (= ανακαίνιση),
βλ. vamp. - reveal (= αποκαλύπτω),
από το λατινικό velum (= ιστίο), ↔ αρχαία οχέω, οχέομαι (μεταφέρω, γεννιέμαι). - reveille (= εγερτήριο),
της ρίζας weg-2 (= είμαι ζωηρός, κινούμαι), ↔ έχω. - revel (= πανηγυρίζω),
από το λατινικό rebello (= επαναστατώ), από bellum (= πόλεμος), από το duellum (= μονομαχία), από duο (= δύο) που γίνεται bi-, της ρίζας dew- (= καταστρέφω), ↔ δαίω (καίω). - revelation (= αποκάλυψη),
όπως το reveal. - revenant (= φάντασμα),
της ρίζας gwa- / gwem-, ↔ βαίνω. - revenge (= εκδικούμαι),
από το λατινικό vindex (= προσφεύγων), από vis (= ις = βία, δύναμη) + dico (= ομιλώ), ↔ δείκνυμι. - revenue (= εισόδημα),
της ρίζας gwa- / gwem-, ↔ βαίνω. - reverberation (= αντήχηση),
από τα λατινικά verbero (= χτυπώ), από verbera (= μαστίγιο), ↔ ράβδος. Η παλιότερη ετυμολογία από verbum (= ρήμα) δεν ισχύει. Ωστόσο και οι δύο περιπτώσεις ανάγονται στις συγγενείς ρίζες wer: wer-2 (= στρέφω), wer-1 (λέξη ομιλώ). - revere (= σέβομαι, θαυμάζω),
από το λατινικό vereor (= σέβομαι), από ούρος (φρουρός), ↔ οράω / ορώ, της ρίζας wer-3. - reverence (= ευλάβεια, λατρεία, ρεβεράντσα),
όπως το revere. - reverie (= ονειροπόληση),
γαλλλική λέξη από το rêver (= ονειρεύομαι), παλαιότερο resver, πιθανώς από re- + esvo (= περιπλανώμαι), από ex + vagus (= περιπλανώμενος), από veho (= μεταφέρω), ↔ έχω, όχημα. - revers (= ρεβέρ),
από το verto. - reverse (= αντίστροφος),
από το verto. - revile (= επιπλήττω, ασκώ λεκτική κακοποίηση),
της ρίζας wes-3 (= αγοράζω),από το λατινικό vilis (= φθηνός), ↔ venus (= αγορά), ώνος, ψώνια. - revocable (= ανακλητός),
από το λατινικό voco (= καλώ), της ρίζας wekw- (= ομιλώ), ↔ έπος. - revoke (= ανακαλώ),
όπως το revocable. - revolt (= επαναστατώ),
από revolution (= επανάσταση, περιστροφή), από το volvo (= περιστρέφομαι). - revulsion (= αποστροφή),
όπως το convulsion. - reward (= ανταμείβω),
της ρίζας wer-3 του ορώ. - rheum (= καταρροή, τσίμπλα),
από το ρεύμα, της ρίζας srew- (= ρέω). Στη φυτολογία Rheum είναι το όνομα γένους φυτών, το αρχαίο ρήον (ραβέντι), βλ. rhubarb. - rhino (= συντομογραφία του ρινόκερου). Η ρις, ρινός πιθανό να προήλθε από το ρέω.
- rhomb / rhombus (= ρόμβος),
από το ρέμβω (περιστρέφω). - rhubarb (= ραβέντι, ρήον),
λαχανικό, από την αρχαία ονομασία του Βόλγα, Ρα (= Rha) + βάρβαρος. - rhyme (= ρίμα),
από τη γερμανική λέξη rim (= σειρά), της ρίζας re- (= λογικεύω, μετρώ), ↔ αριθμός. Η γραφή με y αποδίδεται σε παρετυμολογία, από τον ρυθμό. - rhythm (= ρυθμός),
της ρίζας sreu- (= ρέω). - ribald (= παλιάνθρωπος),
της ρίζας wer-2 (= κάμπτω), όπως ράπτω, ρατάνη. - riddle (= αίνιγμα, κόσκινο). Πρόκειται για δύο διαφορετικές λέξεις: η πρώτη ετυμολογείται από τη ρίζα re-
(= λογικεύω, μετρώ), ↔ αριθμός, ενώ η δεύτερη από το λατινικό cribrum (= κόσκινο), του cribro (= διαχωρίζω), ↔ κρίνω. - ridge (= κορυφογραμμή),
της ρίζας sker-2 (= κάμπτω). - ridiculous (= γελοίος),
από το λατινικό rideo (= γελώ), όπως το deride. - right. Πολυσήμαντη λέξη (ουσιαστικό, επίθετο, ρήμα, επίρρημα), με κυριότερες σημασίες «ορθός, δεξιός, διορθώνω, καλώς». Η επικρατής άποψη είναι της ρίζας reg-
(= ευθειάζω), ↔ ρήγας, ρίγα, ρέγουλα (ιταλική regula), όμως έχουν προταθεί επίσης τα ορέγω (εκτείνω), ορεκτός (επιθυμητός). - rigid (= άκαμπτος),
από το λατινικό rigeo (= εκτείνω), όχι από το ριγέω / ριγώ, αλλά της ρίζας reg-, βλ. right. - rime (= πάγος, ομιχλοκρύσταλλος),
από τη λατινική bruma, με ομόρριζα τα brevis / βραχύς, abbreviate, mirth, abridge, brace, της ρίζας mregh-u-. - ring (= δαχτυλίδι),
της ρίζας sker-2 (= κάμπτω, στρέφω) ή kr-kr- (= κυκλικό σχήμα) που έχει δώσει τα τσίρκο, κίρκος κ.α. - rink (= παγοδρόμιο),
της ρίζας sker-2 (= κάμπτω). - rinse (= ξεπλένω),
της ρίζας ken-, όπως το recent. - riot (= ταραχή, εξέγερση),
από το λατινικό rugio (= βρυχώμαι), όπως το raucous. - rise (= υψώνω),
όπως το raise. - risible (= κωμικός),
από το λατινικό rideo (= γελώ), όπως το deride. - risk (= ρίσκο, κίνδυνος),
από το ιταλικό risico (= ριζικό). - rissole (= κροκέτα),
από τα λατινικά russeolus, υποκοριστικό του russus (= κόκκινος). - rite (= τελετουργία),
από τη λατινική ritus, ↔ Ralph, kindred, αρέσκω, αριθμός, αρετή, της ρίζας ar- / h2er- (= συναρμολογώ) του αραρίσκω ή της συγγενούς ρίζας re- (= μετρώ, υπολογίζω). - ritual (= τελετουργικός),
όπως το rite. - rivalry (= ανταγωνιστικότης),
από το rivus (= ποταμός, river), ↔ ρέω, λόγω αντιπαλότητας στο μοίρασμα του νερού, της ρίζας rei-. - rive (= σχίζω, διασπώ),
της ρίζας rei- του ρήγνυμι, ↔ ερείπιο. - riven (= ποταμός),
εναλλακτική μορφή του river, της ρίζας rei-. - rivet (= καθηλώνω, πριτσίνι),
όπως το rive, ολλανδικής καταγωγής. Η λέξη riveting (= καθηλωτικός) χρησιμοποιείται μεταφορικά. - roar (= βρυχώμαι),
όπως το raucous. - rocket (= ρουκέτα),
από την ιταλική rocchetta, υποκοριστικό της rocca / ruca, η ρόκα με την οποία μοιάζουν στο σχήμα. Η ρόκα είναι γερμανικής προέλευσης, της ρίζας rug- (= ύφασμα). Η ρόκα το λαχανικό, επίσης rocket, προέρχεται από το λατινικό eruca, ↔ ερείκη, χοίρος. - rodent (= τρωκτικό),
από το λατινικό rado (= ξύνω), ↔ χράω (= ξύνω), χρίσμα (βλ. abrasive), της ρίζας red-. - rogation (= λιτανεία),
από rogo, βλ. abrogate. - rogatory (= αίτηση πληροφόρησης),
όπως το rogation. Η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως στην έκφραση letter abrogatory (= δικαστική συνδρομή). - rogue (= αλήτης),
από το λατινικό rogo (= ερωτώ), ↔ rego (= κυβερνώ). - roil (= αναδεύω),
από το λατινικό robigo (= σκουριά), της ρίζας reudh- (= ερυθρός), ↔ robust. - root (= ρίζα),
της ρίζας wrad- που σημαίνει όχι μόνο τη ρίζα / radix, αλλά και τον κλάδο, ↔ βρίσδα (αιολική διάλεκτος της ρίζας), βρίζα (σίκαλη). - rosary (= ροζάριο),
από το λατινικό rosa (= ρόδο), της ρίζας reudh- (= ερυθρός), επειδή τα πρώτα ροζάρια ήταν από καρπούς τριανταφυλλιάς. - rostrum (= εξέδρα),
αυτούσια η λατινική λέξη που αρχικά σήμαινε «ράμφος, ακρόπρωρο πλοίου», επειδή οι εξέδρες για τις δημόσιες ομιλίες είχαν διακόσμηση με ακρόπρωρα. η λέξη ετυμολογείται όπως το rodent, της ρίζας red-. - rote (= ρουτίνα, συνήθεια),
όχι από το γαλλικό route (= δρόμος), αλλά από το λατινικό rota (= ρόδα). - rouge (= ρουζ),
αυτούσια η γαλλική λέξη, όπως το rosary. - rough (= τραχύς),
από τη λατινική ruga (= ρυτίδα), ↔ ορoύω (ορμώ) ή ορύσσω, βλ. και ruin. - round (= στρογγυλός),
από rota (= ρόδα, τροχός). - rout. Πρόκειται για δύο διαφορετικές λέξεις. Η πρώτη σημαίνει «άτακτη φυγή», από το λατινικό rumpo (= σπάζω, σχίζω),
της ρίζας leup- (= κομματιάζω), ↔ λύπη. εναλλακτικά από το ruo (= γκρεμίζομαι), συγγενές με το ορούω (ορμώ), βλ. route. Η δεύτερη σημαίνει «σκάβω με τη μύτη, χαράσσω, ψαχουλεύω», από τη ρίζα, root, που στα αρχαία αγγλικά σήμαινε επίσης τη μουσούδα ζώου. - route (= διαδρομή),
συγγενές με rumpo, eruption. αρχικά σήμαινε τη διάνοιξη δρόμου με δραστικά μέσα, π.χ. εκβραχισμό. - routine (= ρουτίνα),
όπως η rout #1. - rover (= περιπλανιέμαι),
όπως το rubble. - row. Πρόκειται για τρεις διαφορετικές λέξεις: η πρώτη = κωπηλατώ, είναι από το ερέσσω, η δεύτερη = ρίγα, ουρά πραγμάτων, είναι της ρίζας rei- (= ξύνω),
ενώ η τρίτη = καβγάς είανι γερμανικής προέλευσης. - royalty (= η βασιλική οικογένεια, πνευματικό δικαίωμα συνήθως στον πληθυντικό),
της ρίζας reg-. - rubbish (= σκουπίδια),
όπως το rubble. - rubble (= μπάζα, σκύρα),
από robe (= λάφυρο, ρόμπα), rob (= ληστεύω), επειδή ένα λάφυρο ήταν το ένδυμα. - rubidium (= ρουβίδιο),
όπως το rosary. - rudimentary (= στοιχειώδης, βασικός),
από τα λατινικά rudis (= τραχύς), rudus (= ακατέργαστος), από το ορούω (σπεύδω). - rue. Πρόκειται για τρεις διαφορετικές λέξεις. Η πρώτη, της ρίζας kreue- (= χτυπώ),
σημαίνει «μετανοιώνω», ↔ κρούω, δια της γερμανικής οδού. η ανάκρουση, anacrusis, στην ποιητική αναφέρεται στην πρώτη άτονη συλλαβή ενός στίχου. Η δεύτερη είναι το φυτό πήγανο, η αρχαία ρυτή, με την επιστημονική ονομασία Ruta graveolens, με εδώδιμα φύλλα πικρής γεύσης. Η τρίτη είναι η γαλλική rue (= οδός), από τη λατινική ruga (= αρχικά το αυλάκι του οργώματος), της ρίζας krewp- ή reue-2 (= σπάζω), αναφορά στις πέτρες με τις οποίες κατασκευαζόταν ο δρόμος, η ρούγα. - rueful (= λυπηρός),
όπως η πρώτη σημασία του rue. - ruin (= καταστρέφω, ερείπιο),
από τo λατινικό ruo (= καταρρέω), ↔ ορούω (ορμώ, σπεύδω), ρύομαι, ρυστάζω, όρνυμι, της ρίζας h3rew- (= βιάζομαι). Κατά άλλη εκδοχή, από τη συγγενή ρίζα h3reyH- (= βράζω, ρέω), ↔ river (= ποταμός). - ruinοus (= καταστρεπτικός),
όπως το ruin. - rum (= ρούμι, εξαιρετικός),
από τη λέξη rom (= άντρας) των ρομά, η γλώσσα των οποίων λέγεται Romany. - rumba (= ρούμπα),
αυτούσια η ισπανική λέξη για τον συγκεκριμένο χορό, από rumbo (= γλεντώ), αρχικά η πορεία πλοίου, από την πυξίδα του που είχε χαραγμένο έναν ρόμβο. - ruminate (= μηρυκάζω),
από το λατινικό rumen (= λαιμός), της ρίζας srew- (= ρέω), ↔ ρεύμα, ρυθμός, Στρυμών. Σημειώνεται η ύπαρξη της ρωμαϊκής θεάς Rumina, προστάτιδας του θηλασμού. - rummage (= ερευνώ),
ομόρριζο της άρουρας. - rumor (= διάδοση, φήμη),
από το λατινικό racco (= βρυχηθμός), ηχοποίητο, ↔ ωρύομαι. Σύμφωνα με παλιότερη εκδοχή από το ρέω. - run (= τρέχω),
της ρίζας rei- (= ρέω). - rupt (= σπάζω),
της ρίζας leup- / reup- / reub- (= κομματιάζω, αρπάζω), από το λατινικό rumpo (= σπάζω), από το ruo (= γκρεμίζομαι), συγγενές με το ορούω (ορμώ). - rupture (= θραύση),
όπως το rupt. - ruse (= τέχνασμα),
από τα λατινικά recuso (= αντιτίθεμαι), causa (= αιτία), ↔ κάζο, άγνωστης ετυμολογίας. - rut. Πρόκειται για δύο διαφορετικές λέξεις. Η πρώτη σημαίνει «αυλακιά, ίχνος τροχού>, από το rumpo, βλ. rout και route. Η δεύτερη σημαίνει «οίστρος», από το λατινικό rugio (= μουγκρίζω),
λέξη ηχοποίητη όπως το raucous, συγγενής με ερεύγομαι, ωρυγή. - ruth (= έλεος),
από τη λέξη rue #1. Το όνομα Ruth είναι εβραϊκό και σημαίνει «σύντροφος». - ruthless (= ανελέητος),
από ruth + επίθημα -less (= χωρίς), γερμανικής καταγωγής, της ρίζας leu- του λύω. - rutile (= ρουτίλιο, τιτάνιο διοξίδιο),
από το λατινικό rutilus (= κοκκινωπός), ένα ακόμη επίθετο για το ομόρριζο ερυθρός, της ρίζας reudh-, όπως ruber, rufus, russus.