- Tabes (= ασθένεια που αδυνατίζει υπερβολικά),
από το τήκω (λιώνω), βλ. και thaw. - tabloid (= εφημερίδα μικρού σχήματος). Η λέξη είχε υποτιμητικό χαρακτήρα, επειδή τα πρώτα tabloids περιείχαν συντομευμένες ειδήσεις που εξελίχθηκαν σε σκανδαλοθηρικού τύπου. Από το λατινικό tabula + είδος. η πρώτη είναι πιθανώς συγγενής με τα ρήματα sto / ίστημι ή τήκω, της ρίζας the2-. η κατάληξη -bula σημαίνει «όργανο».
- tact (= τακτ, διακριτικότης),
από tango (= αγγίζω), της ρίζας tag- (= τάσσω, τέταγον), ↔ ταγός, τάγμα. - tactful (= διακριτικός),
όπως τα tact + full. - tactile (= απτικός),
όπως το tact. - tag (= ετικέτα, επισυνάπτω),
της ρίζας dek-2 (= ουρά) που διαφέρει από τη ρίζα dek-1 (= δέχομαι). Περιέργως η ρίζα του 10 είναι διαφορετική, dekm- - tail (= ουρά),
όπως το tag. - tale (= διηγούμαι),
της ρίζας del-2 (= μετρώ, διηγούμαι), ↔ δόλος, tell. - talisman (= φυλαχτό, γούρι),
από το βυζαντινό τέλεσμα, από το τελώ, της ρίζας kwel- (= περιστρέφομαι), ↔ κύκλος, collar, colony. - talk (= ομιλώ),
όπως το tale, και όχι της ρίζας tolkw- (= ομιλώ). - tame (= δαμάζω),
από το λατινικό domo / tamo, ↔ δαμά(ζ)ω, δαμάλι, αδάμας, πιθανώς της ρίζας dem- (= δόμος, οικία). - tamper (= πειράζω, ανακατεύομαι),
όπως το temper. - tantamount (= ισοδύναμος),
από tantus (= τόσος), tam (= έτσι) + amount (= ποσό), ↔ mons, montis (= βουνό). - taper (= στενεύω, κεράκι),
↔ paper. - tapestry (= χαλί τοίχου, μεταφορικά η πολυπλοκότης),
από τον τάπητα (περσικής προέλευσης). - tar (= πίσσα),
της ρίζας deru- / dreu- (= δέντρο, tree), ↔ δρυς, δρυμός, δόρυ. - tardy (= αργοπορημένος),
όπως το retard. - target (= στόχος),
από την αρχαία γαλλική targe (= ασπίδα), της ρίζας dergh- (= λαμβάνω), από όπου έχουν προκύψει τα δραξ / δράγμα (χούφτα), δράση, δραχμή. - tarsus (= ταρσός),
συλλογική ονομασία επτά οστών του ποδιού, της ρίζας ters- (= ξηρός), βλ terrace. - tart. Υπάρχουν τρεις διαφορετικές λέξεις: #1. Τάρτα, όπως το contort. #2. Στυφός, δριμείας γεύσης, της ρίζας der- (= σχίζω),
όπως το δέρμα. #3. Πόρνη, πιθανώς από το sweetheart. - tartan (= ταρτάν),
από το γαλλικό ύφασμα tiretain, από το μετάξι, tire, από την Τύρο, εβραϊκής προέλευσης που σημαίνει «πετρώδης». - task (= έργο, αναθέτω),
όπως το tact. - tatonnement (= πειραματισμός),
από tango (= αγγίζω), ↔ τάσσω. - taut (= τεταμένος),
της ρίζας deuk- (= έλκω, οδηγώ), ↔ δείκω, δούκας, duke, tie. - tay (= θήκη, εγκεφαλική μεμβράνη),
↔ θήκη, τίθημι. - team (= ομάδα),
όπως το taut. - tear. Πρόκειται για δύο διαφορετικές λέξεις: η πρώτη σημαίνει «δάκρυ», επίσης δάκρυμα, στα λατινικά lacrima, της ρίζας dakru-. η δεύτερη σημαίνει «σχίζω», ↔ δέρω (εκδέρω, γδέρνω), δρέπω, δρεπάνι, της ρίζας der-
(= ξεφλουδίζω). Σημειώνεται ότι υπάρχει και άλλη ρίζα der- (= τρέχω), από την οποία έχουν προκύψει οι λέξεις syndrome, δρόμος και δραπέτης. - teat (= θηλή),
από τα αρχαία τίτθη (τροφός), τυτθός (μωρό), ↔ θάω (θηλάζω), τιθασεύω. - teem (= μαζεύομαι),
όπως το taut. - tegument (= περικάρπιο, καλυπτήριος στιβάδα),
από tego (= καλύπτω), ↔ τέγος, στέγω (στεγάζω). - teleology (= τελεολογία),
το πρώτο συστατικό, τέλος (τέρμα), της ρίζας kwel-1 (= περιστρέφομαι), ↔ κύκλος. Σημειώνεται ότι το τέλος έχει πολλές σημασίες, ιδίως ως φόρος, οπότε προέρχεται από το τλάω της ρίζας tela- (= ζυγίζω), ↔ τέλειος, τελετή κ.α. - temerity (= θράσος),
από το λατινικό temere (= τυχαίως), της ρίζας temH- (= σκοτεινός), ↔ θεμερός (= σκοτεινός, σκυθρωπός), από το τίθημι. - temper (= θυμώνω),
από τα λατινικά tempus, temporis (= χρόνος), temno (= τέμνω) , της ρίζας tem-. - temperament (= τεμπεραμέντο),
όπως το temper. - temperature (= θερμοκρασία),
όπως το temper. - tempest (= θύελλα, καταιγίδα),
όπως το temper. - temple. Πρόκειται για δύο διαφορετικές λέξεις: η πρώτη σημαίνει «ναός, τέμενος», από το τέμνω, επειδή γίνονταν τομές στο έδαφος για την οριοθέτηση του χώρου. Η δεύτερη σημαίνει «κρόταφος», στα λατινικά tempus (= επίσης χρόνος),
της ρίζας ten- του τείνω. - temporal (= χρονικός και κροταφιαίος),
παράγωγα του temple. Από την πρώτη έννοια υπάρχει και το αντίθετο, atemporal (= αχρονικός). - temporary (= πρόσκαιρος),
όπως το temper. - temptation (= πειρασμός),
όπως το attempt, από το τείνω. - tenacity (= επιμονή),
από το λατινικό tendo / teneo (= τείνω), της ρίζας ten- (= τεντώνω). - tendency (= τάση),
από το tendo (= τείνω). - tender (= υποβάλλω, τρυφερός, επίσημη προσφορά),
από το ten(d)o (= τείνω), ↔ τέρην (τρυφερός). - tendril (= βλαστάρι, μπούκλα),
από το ten(d)o (= τείνω). - tenebrous (= ζοφερός),
όπως το temerity. - tenesmus (= τενεσμός),
αρχαία λέξη για το σφίξιμο κατά την κένωση του εντέρου, από το τείνω. - tenet (= αξίωμα, αρχή),
της ρίζας ten- (= τείνω). - tense (= νευρικός τεταμένος),
από tendo, τείνω, τανύω, ↔ τέντα, τανάλια, τέζα, της ρίζας ten- (= τείνω). - tensor (= τανυστής),
όπως το tense. - tentacle (= πλοκάμι),
όπως το temptation. - tentative (= αβέβαιος),
από τα λατινικά tento (= αισθάνομαι), tendo (= τείνω), ομόρριζα. - tenuous (= αδύναμος, λεπτός),
από το λατινικό tenuis (= αραιός), ↔ τανύω (τεντώνω). - term (= κατονομάζω, όρος),
από το τέρμα, από το αρχαίο τείρω (τρυπώ), της ρίζας ter-, ↔ τέρμων (όριο). Η ίδια λέξη σημαίνει «χρονική περίοδος», από το λατινικό terminus (= τέρμα, όριο). - termite (= τερμίτης),
από τα λατινικά termes / tarmes, της ρίζας terh1- (= τρίβω, τρυπώ), ↔ τερηδόνα. - terrace (= αυλή, βεράντα),
από τη λατινική terra (= γη), της ρίζας ters- (= ξηρός), ↔ τέρσομαι, ταράτσα. - terra-cotta (= τερακότα),
ιταλική λέξη για πήλινα είδη και το «γαιώδες» χρώμα, από τα λατινικά terra + cotta, το δεύτερο συστατικό από τη λατινική μετοχή coctus του coquo (= ψήνω, μαγειρεύω), ↔ cook, πέσσω. - terrain (= τερέν),
χώρος εκγύμνασης αλόγων, από την terra, την ξηρή γη. - terrene (= γήινος),
όπως το terrain. - terrestrial (= γήινος),
όπως το terrace. - terrible (= τρομερός),
από το λατινικό terreo (= φεύγω από φόβο), ↔ τρέω (τρέπομαι σε φυγή), της ρίζας ter-. - terrier = (τεριέ), ράτσα σκύλων που μυρίζουν σκάβοντας το έδαφος, όπως το terrace.
- terrific (= τρομερός),
από terreo + facio. - terrine (= τερίνα),
φαγητό που προσφέρεται σε πήλινη πιατέλα, από την terra-cotta. - territory (= περιοχή, επικράτεια),
όπως το terrier. - terse (= λακωνικός, κοφτός),
βλ. detergent. - testament (= διαθήκη),
από το λατινικό testis (= μάρτυρας), της ρίζας του τρία + sto (= ίστημι), αναφορά σε δύο αντίδικους κι έναν τρίτο που ίσταται (στέκεται) μεταξύ τους. - testify (= καταθέτω),
όπως το attest. - testimony (= κατάθεση, μαρτυρία),
όπως το attest. - tetanus (= τέτανος),
της ρίζας ten- (= τείνω). - tetsy (= ευέξαπτος),
της ρίζας deik- του δείκνυμι. - tetter (= έκζεμα),
της ρίζας der- (= σχίζω), ↔ δέρμα. - thamistic (= θαμιστικός),
από το επίρρημα θαμά (συχνά), ↔ θάμνος. - thane (= άγγλος μικροευγενής),
↔ τέκνον. - thaw (= λυώνω),
από το λατινικό tabeo, ↔ τήκω, το οποίο έχει δώσει το επιστημονικό παράγωγο ευτηκτικός, eutectic. - theranostic. Νεολογισμος, από θεραπεία + διάγνωση.
- therapy (= θεραπεία),
από τον αρχαίο θεράποντα (θέραψ, υπηρέτης), από ρίζα που σήμαινε «υποβαστάζω», ↔ θρήσκω (νοώ). - Thesaurus (= Θησαυρός). Λέγεται για πονήματα λεξικογραφικού τύπου, όπου οι λέξεις καταγράφονται σε ομάδες παρόμοιας σημασίας. Ο θησαυρός προέρχεται από τα τίθημι, θέσις, της ρίζας dhe-.
- thimble (= δαχτυλήθρα),
της ρίζας teue- που δηλώνει όγκο, ↔ τυρός, τύμβος, σώμα, σορός. - thin (= λεπτός),
από το λατινικό tenuis, της ρίζας ten- (= τείνω). - thing (= πράγμα),
γερμανικής καταγωγής, όπως το thin. - thirst (= διψώ),
από το τέρσομαι, της ρίζας ters- / t(e)uh2- (= ξηρός), ↔ σώος, διαττός (κόσκινο). - thixotropy (= θιξοτροπία),
φυσικοχημικό φαινόμενο, όπου το πρώτο συστατικό προέρχεται από το θίγω, της ρίζας dheigh- (= σχηματίζω), ↔ τείχος, fiction. Το δεύτερο συστατικό, τρόπος / τρέπω, της ρίζας trep-, απαντά σε πολλές λέξεις ως πρόθεμα ή επίθημα, tropo- / -trope. - thole. Πρόκειται για δύο διαφορετικές λέξεις που δεν σχτείζονται με τον θόλο: η πρώτη σημαίνει «σκαρμός», της ρίζας teue- (= φουσκώνω),
όπως τύλος, σώμα, tumid. Η δεύτερη σημαίνει «υποφέρω», της ρίζας tele- (= φέρω), ↔ τάλαντον, όπως extol, tolerate. Ο αγγλικός θόλος, dome, είναι της ρίζας dem-, ↔ δέμω, δομή. - thorn (= αγκάθι),
ο αρχαίος θώρναξ, της ρίζας ster-1 (= στερεός). - thorough (= πλήρης),
όπως το thrill. - thousand (= χίλια),
της ρίζας teue- που δηλώνει όγκο. - thrall (= σκλάβος, αιχμαλωτίζω),
από τα γερμανικά, της ρίζας threh- (= τρέχω). Στα λεξικά παραλείπεται συνήθως η εληνική διάσταση. - thrash (= κτυπώ, κατατροπώνω),
της ρίζας tere-1 (= τρίβω, τρυπώ, περιστρέφω), ↔ τρώγω, τείρω. - thread (= κλωστή),
όπως το thrash. - threat (= απειλώ),
από trudo (= ωθώ), ↔ τρύω (καταστρέφω), τιτρώσκω (πληγώνω), της ρίζας treud- (= ωθώ). Εναλλακτικά από το αρχαίο τάρβος (τρόμος), ↔ torvous. - threnody (= θρηνωδία),
σύνθετη λέξη από τα θρήνος, ↔ θόρυβος, θρύλος, αθρέομαι (ξεφωνίζω), drone, της ρίζας dher-3 (= θορυβώ) + ωδή. - thresh (= αλωνίζω),
όπως το thrash. - thrill (= έξαψη, θρίλερ),
της ρίζας tere-2 (= διέρχομαι, υπερνικώ), ↔ τείρω (τρίβω, καταπονώ). - thrombosis (= θρόμβωση),
από θρέψις, τρέφω, της ρίζας dhrebh- (= πήζω αυξάνω), ↔ draff (= κατακάθι της μπίρας). - throne (= θρόνος),
της ρίζας dher- (= στηρίζω), ↔ firm. - through (= διαμέσου),
όπως το thrill. - throw (= ρίχνω),
της ρίζας tere-1 (= τρίβω, τρυπώ), ↔ τέρην (τρυφερός), ατέραμνος (σκληρός). - thrust (= ωθώ),
από το trudo (= ωθώ), από το τρύω (καταστρέφω). - thug (= κακοποιός),
ινδικής προέλευσης, της ρίζας (s)teg- (= στεγάζω), ↔ στέγω. - thwart (= εμποδίζω),
από το λατινικό torqueo (= περιστρέφω), της ρίζας terkw-, ↔ τρέπω / τροπέω (γυρίζω) που έγινε τροκέω στα αιολικά, βλ. torture. - thyme (= θυμάρι),
το αρχαίο θύμον, από θύω. Σημειώνεται ότι υπάρχουν δύο διαφορετικά θύω: το πρώτο σημαίνει «θυσιάζω, καπνίζω», ↔ θυμίαμα, o λατινικός καπνός, fumus, και ο τουρκικός καπνός, duman, το ντουμάνι. το δεύτερο σημαίνει «εφορμώ», ↔ θύελλα, θύρσος. Και τα δύο ρήματα είναι παράγωγα της διαφοροποιημένης ρίζας dhu- (= διασκορπίζω). - ticket (= εισιτήριο),
όπως το stick, ↔ στίζω, στίγμα. - tide (= παλίρροια, χρονικό διάστημα),
της ρίζας di-ti- (= διαίρεση), συγγενούς με την da- για τον χρόνο, γερμανικής καταγωγής. η αρχική έννοια αναφερόταν στη διαίρεση του χρόνου, time, ↔ δαίω (καίω), δαίομαι (μοιράζω), δαΐζω (διαιρώ στα δύο), δήμος. - tidings (= αγγελία),
όπως το tide. - tie (= δένω, ισοπαλία),
της ρίζας deuk- (= οδηγώ), δια της γερμανικής οδού. - tier (= κερκίδα, βαθμίδα),
από το γαλλικό tirer (= τραβώ), ↔ μάρτυς / μάρτυρ. - tight (= σφιχτός),
όπως το tie. - tilde (= κυματοειδής γραμμή, η ισπανική περισπωμένη),
από τον τίτλο. - tile (= κεραμίδι),
από tego (= προστατεύω, καλύπτω), ↔ τέγος (στέγη), της ρίζας (s)teg- (= καλύπτω). - timid (= δειλός),
από το λατινικό timeo (= φοβάμαι), ↔ δείμα (φόβος), βλ. dire. - tinsel (= γιρλάντα),
όπως το scintillate. - tiresome (= ανιαρός, κουραστικός),
βλ. retire. η κατάληξη -some, της ρίζας sem-, αναφέρεται στο same (= όμοιος, ένας). - tisane (= φαρμακευτικό τσάι),
από την αρχαία πτισάνη (παρασκεύασμα κριθαριού). - titania (= τιτάνιο διοξίδιο),
από τον Τιτάνα, από το τιταίνω (απλώνω), από το τείνω, ή από το τιτώ (ημέρα, ήλιος). - tithe (= δεκάτη, φόρος για τον κλήρο),
της ρίζας dekm- του δέκα. - titrate (= τιτλοδοτώ),
από το λατινικό titulus , τον τίτλο, πιθανώς συγγενή με τίω (τιμώ, πληρώνω). - tittle (= στιγμή),
λέγεται για την τελεία του “i”, από το λατινικό titulus, βλ. titrate. Το ίδιο tittle σημαίνει επίσης «ψήγμα, υποψία», τελικά από τον τίτλο. - titular (= ονομαστικός, τιτουλάριος),
από τίτλος, τίω (τιμώ). εναλλακτικά, ετρουσκικής προέλευσης. από εδώ προέκυψε το παρατίτλιον, κοινώς παρατσούκλι. - toil. Πρόκειται για δύο διαφορετικές λέξεις: η πρώτη σημαίνει «εργάζομαι σκληρά», της ρίζας tud- / (s)tew- (= χτυπώ),
↔ το λατινικό tundo (= χτυπώ), τύπτω (ή τύω), της ίδιας σημασίας. Η δεύτερη σημαίνει «πλέγμα» και το ύφασμα τουάλ, ↔ τέκτων, text. Η αγγλική βασιλική οικογένεια των Tudor είναι άσχετη, αφού προέρχεται από το Θεόδωρος στα ουαλικά. - token (= δείγμα, σύμβολο, δωροεπιταγή),
γερμανικής προέλευσης, της ρίζας deik-, ↔ teach (= διδάσκω), δείχνω. - tolerate (= ανέχομαι),
από tollo (= υψώνω), ↔ latus (= φερμένος, από το ανώμαλο λατινικό fero), της ρίζας tel- (= ανυψώνω, φέρω), ↔ tellus (= γη), τέλλω, τόλμη, τλάω (υπομένω), από το οποίο έχουν προκύψει τα ανατέλλω, τάλαντο, Άτλας, Τάνταλος. - toll. Πρόκειται για δύο διαφορετικές λέξεις: η πρώτη σημαίνει «διόδια», από το λατινικό tolonium / telonium, τελωνείο, βλ. tolerate. Ο τελώνης ήταν ο εισπράκτορας του φόρου, του τέλους που οδηγούσε στην τελική διευθέτηση μιας οικονομικής διαφοράς. Την ίδια έννοια βρίσκουμε στο ζεύγος final / financial. Η δεύτερη σημαίνει «κουδουνίζω» (κυρίως για καμπάνες), αβέβαιου ετύμου.
- tomb (= τάφος),
από τα λατινικά tumbus (= τάφος), tumba (= τούμπα), ↔ τύμβος, τόμπολα, tombola. - tomentum (= χνούδι),
ατόφια η λατινική λέξη ως βοτανικός / ζωολογικός / ανατομικός όρος, της ρίζας tene- / teu- / tewh2- (= φουσκώνω), ↔ tumor, τυρός, πιθανώς και το σώμα. - tongs (= τσιμπίδα),
της ρίζας dank- (= δαγκάνω), του δάκνω. - tonic. Πρόκειται για δύο ομόρριζες λέξεις: η πρώτη λέξη σημαίνει «τονωτικό», η δεύτερη είναι το μουσικό επίθετο «τονικός», της ρίζας ten- (= τείνω).
- tonsils (= αμυγδαλές),
από το λατινικό tundo (= χτυπώ), ↔ studio, σπεύδω, τένδω. - tonsure (= ξύρισμα κεφαλιού),
από το λατινικό tondeo (= ξυρίζω), της ρίζας tem- / tend- (= τέμνω), ↔ τένδω. - tooth (= δόντι),
από το λατινικό dens, στα αρχαία ελληνικά οδούς, οδόντος, της ρίζας dent-. - torch (= δαυλός),
από torqueo (= περιστρέφω), της ρίζας terkw- (= στρέφω), ↔ τείρω, τέρην (μαλακός), θύρσος. Εναλλακτικά από τρέπω / τροπέω (γυρίζω) που έγινε τροκέω στα αιολικά, με αντιμετάθεση. - torment (= βασανίζω),
όπως το torch. Ίσως και από τον τροχό που ήταν όργανο βασανισμού. - tornado (= τυφώνας, από το λατινικό tono
(= βροντώ), από το τονέω. - torque (= περιστρέφω, περιδέραιο, στροφορμή),
όπως τα torch, torment. - torrent (= χείμαρρος),
από το λατινικό torreo (= ξηραίνω), από τέρσομαι, παράγωγο ο ταρσός (καλάθι), της ρίζας ters-. - torrid (= καυτός, παθιασμένος),
όπως το torrent. - torsion (= στρέψη),
όπως το torso. - torso (= ανθρώπινος κορμός),
από τον αρχαίο θύρσο (κορμός δέντρου), της ρίζας terkw- (= περιστρέφω), ↔ άτρακτος, τερηδών. - tort (= αδικοπραξία),
όπως το contort. - torture (= βασανίζω),
όπως το torch. - torvous (= αυστηρός),
από το λατινικό torvus (= άγριος), πιθανώς από το αρχαίο τάρβος (τρόμος) ή τη σάρκα ή torch. - touch (= αγγίζω),
από duco (= οδηγώ) ή tocco (= χτυπώ), ηχομιμητικό, ↔ τοκάτα, ρετουσάρω. - tough (= σκληρός),
της ρίζας denk-, ↔ δάκνω (δαγκώνω), δάκος. - tour de force (= μεγάλο κατόρθωμα),
αυτούσια η γαλλική έκφραση, από tour, βλ. tourism, και force. - tourism (= τουρισμός),
από το γαλλλικό tour (= γύρος), από turn / torno (= περιστρέφομαι), ↔ τόρνος. - tow (= έλκω, τραβώ με σκοινί),
της ρίζας deuk- (= οδηγώ), αρχική αναφορά σε ομάδα ζώων έλξης, ↔ αδευκής (απροσδόκητος) βλ. abduct. Αδευκής σημαίνει επίσης όξινος, από άλλη ρίζα, των δεύκος (γλύκισμα), γλεύκος (μούστος), από όπου προήλθε ο Πολυδεύκης, Pollux. - tower (= πύργος),
από το λατινικό turris, η αρχαία τύρρις / τύρσις (πύργος), από όπου προέκυψαν ο τύραννος και οι Τυρρηνοί, όπως ονόμαζαν οι Έλληνες τους Ετρούσκους (= κατασκευαστές πύργων). - trace (= σχεδιάζω, ίχνος),
από το λατινικό traho (= έλκω), ↔ τρέχω. - trachoma (= τράχωμα) από το τραχύς, από ταράσσω, ↔ θράσος, θάρρος.
- track (= στίβος, γραμμές, καταγράφω),
γερμανικής προέλευσης, της ρίζας dhregh- / tragh- (= σύρω), ↔ traho, τρέχω. - trade (= εμπορεύομαι),
της ρίζας der- του τρέχω. - tradition (= παράδοση),
από τα λατινικά trans (= διαμέσου) + do, της ρίζας dhe- (= βάζω, κάνω). Το πρόθεμα trans-, της ρίζας tere-2, σχετίζεται με τα through, thrill. - trafficking (= διακίνηση ανθρώπων, δουλεμπόριο),
από τα λατινικά trans + frico (= θρύπτω), ↔ θρύω, στα λατινικά frio (= κομματιάζω, καταρρέω), της ρίζας bhreie-. - train (= ουρά φορέματος, έλξη, σειρά, εκπαιδεύομαι, σιδηρόδρομος),
από traho (= σύρω, τραβώ), ↔ τρέχω. - traject (= διασχίζω),
της ρίζας ye- (= στέλνω), ↔ ίημι, βλ. adjacent. - trajectory (= τροχιά),
όπως το traject. - trammel (= παρεμποδίζω),
με αρχική σημασία το δίχτυ ψαριών, προήλθε από το τρία + mail (= μεταλλικός κρίκος πανοπλίας) από το λατινικό macula, βλ. macular. - tramp (= άστεγος),
της ρίζας der- ↔ τρέχω, δρόμος, δραπέτης. - trample (= ποδοπατώ),
όπως το tramp. - trance (= έκσταση),
από το λατινικό transeo (= διασχίζω), trans + eo (= πηγαίνω), ↔ είμι, βλ. entrance. - tranche (= δόση, μερίδιο),
της ρίζας tere-2 (= διέρχομαι), ↔ τείρω (τρίβω, καταπονώ). - tranquil (= ήρεμος),
από trans + quiesco (= αναπαύομαι), ↔ κείω / κείμαι. - trans- (= διαμέσου),
από τη λατινική πρόθεση trans (σημαίνει επίσης «πλήρως»), της ρίζας tere-2 (= διασχίζω), ↔ thrill, thorough, through, trench, trunk, θρίλερ. Το trans- αποτελεί και χημικό όρο που έχει γίνει ευρύτερα γνωστός από τα λιπαρά οξέα τύπου τρανς. - transcend (= υπερβαίνω),
από τα λατινικά trans + scando (= σκαρφαλώνω). αργότερα χρησιμοποιήθηκε για το ανεβοκατέβασμα του ρυθμού όταν διαβάζεται ένα ποίημα, από το αρχαίο σκάνδαλον (εμπόδιο). - transfuse (= μεταγγίζω),
όπως το fuse, της ρίζας gheu- (= χύνω). - transgender (= διεμφυλικός),
από trans- + gender, αντίθετο το cisgender. - transient (= παροδικός, μεταβατικός),
από trans + eo (= πηγαίνω), ↔ είμι. - transistor (= τρανζίστορ),
από trans + resist (= αντίσταση), από sisto (= στέκομαι ακίνητος), των sto / ίστημι. - transit (= μεταφορά),
από trans + eo. - transition (= μετάβαση),
της ρίζας ei- των eo / ire (= πηγαίνω), ↔ είμι, ίημι. - translation (μεταφορά, μετάφραση), από trans + latus, μετοχή του fero. Τελευταία έχει δημιουργηθεί η μεταφορική ιατρική, translational medicine, ένας διαδραστικός, interdisciplinary, κλάδος επιστημών που αποσκοπεί σε διαγνωστικές και θεραπευτικές έρευνες και εφαρμογές.
- transliterate (= μεταγράφω, π.χ. μια λέξη με αραβικούς χαρακτήρες σε ελληνικούς),
από trans + lit(t)era (= letter), από τη διφθέρα. Κλασικό παράδειγμα μεταγραφής είναι η ιγμορίτις, από τα ιγμόρια άντρα (σπηλιές), τις κοιλότητες της μύτης, από τον ανατομικό όρο antrum highmori, από τον άγγλο ιατρό Nathaniel Highmore. - translucent (= ημιδιαφανής, θαμπός),
της ρίζας leuk- (= λευκός), βλ. lucent ↔ illustrious, lea. - transmit (= μεταβιβάζω),
από το mitto (= στέλνω, βάζω), ↔ μετιώ (ρίχνω, υποχωρώ). - transome (= δοκάρι , ανώφλι),
όπως το thorough. - transparent (= διαφανής),
από trans + + pareo (= εμφανίζομαι), της ρίζας peh2- (= προστατεύω), ↔ ποιμήν, πώμα, πατέομαι. Παλιότερα είχε προταθεί ως συγγενές το παρέω / πάρειμι (βρίσκομαι κοντά). - transpire (= διαρρέω),
από trans + spero (= ελπίζω), από spes (= ελπίδα), ↔ σπάω. - trauma (= τραύμα),
από τιτρώσκω (τραυματίζω), ↔ τείρω, τόρνος, τέρμα, τρωτός, της ρίζας tere-. - traverse (= διασχίζω),
απο trans + verto = (περιστρέφω), ↔ ρατάνη (αναδευτήρας), είρω (ομιλώ), ρήμα κ.α. Τραβέρσες είναι είδη δοκαριών, τραπεζομάντηλων και εξαρτημάτων αυτοκινήτων. - trawl (= ψαρεύω με τράτα),
από το traho. - tray (= δίσκος),
από την αρχαία δροίτη (σκάφη), ↔ tree, δρυς, δόρυ, δρυμός, της ρίζας deru-. - treacherous (= ύπουλος),
από τα λατινικά tricae (= μικροπράγματα), torqueo (= περιστρέφω), ↔ τρέπω. - tread (= περπατώ),
της ρίζας der- του τρέχω. - treason (= προδοσία),
από τα λατινικά trans (= διαμέσου) + do, της ρίζας dhe- (= βάζω, κάνω) ↔ tradition. - treasure (= θησαυρός) ομόρριζα, από το τίθημι.
- treatise (= πραγματεία),
από το λατινικό traho, παράγωγο του treat (= μεταχειρίζομαι), της ρίζας dragh- (= σύρω), ↔ δρόμος. - treatment (= μεταχείριση, θεραπευτική αγωγή),
όπως το treatise. - treaty (= συνθήκη),
όπως το treatise. - tree (= δέντρο),
της ρίζας deru- / dreu- (= γερός), ↔ δρυς, tray. - trek (= ταξίδι),
αρχική σημασία «ταξίδι με βοϊδάμαξα», ολλανδικής προέλευσης, από παλιά γερμανικά ρήματα για έλκω, απώτερης καταγωγής από το λατινικό traho, ↔ τρέχω. - tremble (= τρέμω),
από το αμάρτυρο λατινικό *tremulo, της ρίζας trem- του τρέμω. - tremendous (= τρομερός),
όπως το tremble. - trench (= τάφρος),
όπως το trans. - trepidation (= δέος, τρόμος),
βλ. intrepid. - trespass (= καταπατώ),
από trans + passum, μετοχή του pando (= εκτείνω χέρια ή πόδια), ↔ πετάννυμι (απλώνω). - tress (= τρέσα, τούφα μαλλιών),
από τη λατινική trichia, την τρίχα (θριξ). - tribadism (= τριβαδισμός),
η γυναικεία ομοφυλοφιλία, από το τρίβω. - tribulation (= ταλαιπωρία),
από τo λατινικό tero (= τρίβω, γυαλίζω), από τείρω (τρίβω), της ρίζας tere-1. - trickery (= απάτη),
όπως το treacherous. - trifid (= τριφυής, τριμερής),
από το λατινικό findo (= διαιρώ), της ρίζας bheyd-, ↔ φείδομαι. - trifles (= μικροπράγματα),
από το λατινικό tricae (= δυσκολίες), τρίχες. - trig (= έξυπνος),
της ρίζας deru- / dreu- (= γερός), ↔ δρυς, dour. - trigger (= σκανδάλη, πυροδοτώ),
όπως το trek. - trill (= τρίλια),
από λατινική λέξη ηχομιμητική. Στα αρχαία ελληνικά ο τραγουδιστής που έκανε τρίλιες (λαρυγγισμούς) ονομαζόταν ασματοκάμπτης. - trim (= κουρεύω, αδύνατος και πολλά άλλα),
όπως το trig. - trireme (= τριήρης),
από τα λατινικά tres + remus (= κουπί), της ρίζας ere- (= ερέσσω). - trite (= τετριμμένος μετανοιωμένος),
από το λατινικό tero (= τρίβω, γυαλίζω), ↔ τείρω (τρίβω, καταπονώ), της ρίζας tere-. - triticale (= τριτικάλε),
είδος σιτηρού από το νεολατινικό όνομα του γένους των σιτηρών, Triticum, της ρίζας tere- (= τρίβω, τρυπώ). - triumph (= θρίαμβος),
ομόρριζα, από τρία + ίαμβος. - trivet (= πυροστιά),
με τρία πόδια, tri- + pes, pedis (= πους). - trocar (αμετάφραστο). Πρόκειται για ιατρικό εργαλείο τύπου καθετήρα, από τα τρία + τέσσερα, όπως το μοδιστρικό τρουακάρ (= τριών τετάρτων).
- troglodyte (= τρωγλοδύτης),
από την τρώγλη (τρώγω) + δύω. - trot (= βηματισμός αλόγου),
της ρίζας der- του τρέχω. - troubadour (= τροβαδούρος),
από το γαλλικό trouver (= βρίσκω), από tropus / τρόπος, επειδή οι τροβαδούροι έβρισκαν τρόπους να εκφράζουν τα συναισθήματά τους συνθέτοντας και εκτελώντας τα τραγούδια τους. - trouble (= φασαρία, ενοχλώ),
όπως το turbid. - troublesome (= προβληματικός, ενοχλητικός),
όπως το trouble. η κατάληξη -some, όπως σε αρκετά επίθετα, προέρχεται από το some (= μερικοί) της ρίζας sem- του ενός. Ουσιαστικά σε -some προέρχονται από το σώμα. - trough (= σκάφη, βαρομετρικό χαμηλό),
από το tree, της ρίζας deru- / dru- (= γερός, δρυς). - trousseau (= προικιά),
βλ. truss. - trout (= πέστροφα),
από το λατινικό tructa, συγγενές με το αρχαίο τρώκτης (αδηφάγο είδος ψαριού), της ρίζας tere- (= τρίβω, τρυπώ), όπως τα τείρω (τρυπώ), τέρσω (τορνεύω), τέρσομαι (στεγνώνω), τρώγω (αρχική έννοια ροκανίζω). Παράγωγα του τρώγω είναι η τρώγλη (διάτρητο οίκημα) και τα τραγήματα (ξηροί καρποί και άλλα τραγανιστά μεζεδάκια). - trove (= θησαυρός),
χρησιμοποιείται στην έκφραση treasure trove (= ευρεθείς θησαυρός), από το γαλλικό trouver (= βρίσκω), πιθανώς από το λατινικό turbo (= μετακινώ), ↔ τύρβη. - trow (= θεωρώ),
της ρίζας deru- (= γερός), ↔ δρυς. - troy (= παλιά μονάδα βάρους),
από τη γαλλική πόλη Τρουά, Troyes, στα λατινικά Tricassium, από την ονομασία των κατοίκων της περιοχής, Tricasses, με τρεις μπούκλες. - truce (= ανακωχή),
όπως το trough. - truck (= φορτηγό),
από τρέχω, τροχός. Σημειώνεται ότι το καμιόνι, γαλλική λέξη, προήλθε από το λατινικό chamulcus, από το χαμουλκός (χαμαί + έλκω), για χαμηλά άρματα μεταφοράς βαριών αντικειμένων. - truckle (= τροχαλία, υποτάσσομαι),
ομόρριζα μέσω του λατινικού trochlea, από το τρέχω, της ρίζας dhregh- / tragh- / threh- (= σύρω, σχίζω), ↔ traho, τρέχω. - truculent (= εριστικός, άγριος),
από τo λατινικό trux (= άγριος), της ρίζας tere-2 (= υπερνικώ) ή της ρίζας twerk- (= τέμνω), ↔ σάρκα, βλ. sarcasm. - true (= αληθινός),
της ρίζας deru- / dreu-, ↔ tree, δρυς. - truffle (= τρούφα),
από τα λατινικά tufera, tuber (= κόνδυλος), ↔ τύλος, τύμβος, τυρός, της ρίζας teue- που δηλώνει όγκο. - trump. Πρόκειται για δυο διαφορετικές λέξεις: η πρώτη είναι ίσως ηχοποίητη, μουσικό όργανο με παράγωγα τα τρόμπα, τρομπέτα, τρομπόνι. η δεύτερη σημαίνει «ατού, εξαπατώ», είναι μάλλον συντομογραφία του triumph.
- truncated (= κόλουρος),
από το λατινικό trunco (= ακρωτηριάζω), ↔ τρύχω (φθείρω), (τρίβω, καταπονώ), τόρνος, της ρίζας tere-2 (= διέρχομαι, υπερνικώ). - truncheon (= κλομπ),
όπως το truncated. - trunk (= κορμός),
όπως το truncated. - truss (= δένω, μικροπράγματα),
της ρίζας terkw- (= στρέφω). - tuba (= τούμπα),
μουσικό όργανο, από τα λατινικά tuba (= σωλήνας), tibia (= κνήμη), ↔ σίφων. Υπάρχει και μια άλλη τούμπα (ύψωμα), από τον τύμβο. - tube (= σωλήνας),
από το λατινικό tubus, ↔ σίφων. - tuber (= κόνδυλος),
από tumour (= όγκος). Μια από τις πιο ευμετάβλητες ρίζες είναι η teue- («τυρ-») που δηλώνει όγκο: από αυτήν προέρχονται τα τύλος (κάλος), τυλίσσω (αρχική σημασία διαμορφώνω σε όγκο), τυρός, τύμβος, αλλά και τα σάλος, σώμα, σορός, καθώς και το λατινικό tumeo (= διογκώνω). Ένα ακόμη ομόρριζο είναι το επίθετο ταΰς (μέγας), από όπου προήλθε ο ταύρος, Taurus των ωροσκοπίων. - tuck (= βάζω, χώνω),
όπως το tow. - tug (= τραβώ),
της ρίζας deik- (= δεικνύω, οδηγώ), δια της γερμανικής οδού, βλ. abduct. Η διελκυστίνδα καλείται tug of war. - tuition (= διδασκαλία),
από το λατινικό tueor (= βλέπω, επιβλέπω), της ρίζας t(e)uh2-, ↔ διαττός (κόσκινο). - tumble (= πέφτω, κατρακυλώ),
βλ. tomb, tuber, tumid. - tumid (= πρησμένος, πομπώδης),
της ρίζας teue- ή aidmo- που δηλώνουν όγκο. ομόρριζα από την πρώτη ρίζα είναι τα τύλος, τυρός, τύμβος, σώμα, σορός, βλ. και tomb, ενώ από τη δεύτερη είναι τα οίδημα, Οιδίπους (με πρησμένα πόδια). - tummy (= κοιλιά),
από τον στόμαχο. - tumult (= αναβρασμός, φασαρία),
όπως το tumid. - tumultuous (= θυελλώδης),
όπως το tumid. - tuna (= τόνος, το ψάρι),
ο αρχαίος θύννος, από το θύνω (ορμώ), ↔ θύω της θύελλας. - tune (= μελωδία, κουρδίζω),
από τα τόνος, τείνω. - turbid (= θολός),
από την τύρβη (αναστάτωση, βαβούρα), της ρίζας (s)terw-1 (= περιστρέφω), ↔ τρελός (τρήρων), οτρηρός (ακούραστος), παροτρύνω. - turbine (= τουρμπίνα),
από turba (= αταξία), όπως τo turbid. - turbulence (= αναταραχή),
όπως το turbid. - turd (= σβουνιά, σκατό),
της ρίζας der- (= σχίζω), όπως το δέρμα. - tureen (= σουπιέρα),
από τη λατινική terra (= γη), της ρίζας ters- (= ξηρός). - turgid (= πρησμένος),
από το λατινικό turgeo (= εξογκώνω), ↔ tube. - turmeric (= κουρκουμάς),
από το νεολατινικό terra merita (= άξια γη), επειδή μοιάζει με γαιώδες ορυκτό. το επίθετο meritus προήλθε από το μέρος. - turmoil (= αναστάτωση),
από τη λατινική trimodia, από τρία + modius / modus (= μέτρο), της ρίζας med- (αρχικά me-, μετρώ), ↔ μόδι, παλιά μονάδα μέτρησης του όγκου των δημητριακών. - turn (= γυρίζω, περιστρέφομαι),
από το λατινικό tero (= τρίβω), της ρίζας tere- (= τρυπώ, περιστρέφω), όπως τα τείρω, τόρνος. - turpitude (= αχρειότης),
από τα λατινικά turpis (= άσχημος), torqueo, βλ. contort. - tusk (= χαυλιόδοντας),
της ρίζας ed-, ↔ οδούς, όπως το indent. - tutelary (= προστάτης),
όπως το tuition. - tutor (= καθηγητής, προγυμναστής),
όπως το tuition. - twine (= τυλίγω, σπάγκος),
από two της ρίζας dwo- (= δύο). - twist (= στρέφω),
όπως το twine. - twister (= ανεμοστρόβιλος),
όπως το twine. - twit (= κατηγορώ),
από at / ad + τη ρίζα weid- (= βλέπω). - twitch (= τινάζομαι),
από το γερμανικό zwicken (= τσιμπώ), της ρίζας dwo- του δύο, zwei στα γερμανικά. - twitter (= τιτιβίζω),
ηχοποίητη λέξη. - typesetter (= σοιχειοθέτης),
από τον τύπο, του τύπτω (κτυπώ) + set #1. - typist (= δακτυλογράφος),
από τον τύπο, του τύπτω (κτυπώ). Σημειώνεται ότι υπάρχουν πολυάριθμες ελληνoγενείς αγγλικές λέξεις με πρόθεμα ή επίθημα το type.