- Τάζω = απλώνω το χέρι ↔ tact
- τάλις = κόρη σε ηλικία γάμου ↔ detail
- τάρβος = τρόμος ↔ threat
- ταρσός = καλάθι ↔ tarsus
- ταΰς = μέγας ↔ ταύρος, Taurus
- ταώς = παγώνι ↔ peacock
- τέγγω = υγραίνω, βάφω ↔ tincture
- τέγος = στέγη ↔ detect
- τείρω = τρίβω, περιστρέφω ↔ detriment
- τέλλω = εγείρω, εκτελώ ↔ tolerate
- τένδω = ροκανίζω ↔ tonsure
- τενεσμός = σφίξιμο εντέρου ↔ tenesmus
- τενθεία = λαιμαργία ↔ tonsils
- τεράμων = μαλακός ↔ throw
- τέρην = μαλακός, λείος ↔ tender
- τέρμων = όριο ↔ term
- τέρσομαι = ξηραίνω, τρίβω ↔ toast
- τεύχω = κτίζω ↔ decant
- τηλία = πλατιά σανίδα, επίπεδη επιφάνεια ↔ οblate
- τιταίνω = απλώνω ↔ tutor
- τίτθη = τροφός ↔ teat
- τιτύσκομαι = ετοιμάζω ↔ tutor
- τιτώ = ημέρα, ήλιος ↔ titanium
- τίω = τιμώ ↔ titrate
- τλατός = υποφερτός ↔οblate
- τλάω = υπομένω ↔ tolerate
- τονέω = βροντώ ↔ tornado
- τορέω = τρυπώ ↔ pierce
- τόρος = τρυπάνι ↔ pierce
- τραγαλίζω = ροκανίζω ↔ dredge
- τραγήματα = τραγανιστά μεζεδάκια, ξηροί καρποί ↔ dredge
- τραπέω = πατάω σταφύλια ↔ torque (πιθανώς)
- τρέω = τρέμω, φεύγω από φόβο ↔ tremble
- τρήρων = τρελός ↔ turbid
- τρύγω = ξηραίνω ↔ drain
- τρύχω = βασανίζω ↔ trunk
- τρύω = φθείρω ↔ trunk
- τρώκτης = είδος ψαριού ↔ trout
- τυκάνη = αλωνιστικό εργαλείο ↔ pierce
- τύκος = σφυρί, καλέμι ↔ pierce
- τύλος = κάλος ↔ thumb
- τύπτω / τύω = χτυπώ ↔ press
- τύρσις = πύργος ↔ tower
- τυτθός = μωρό ↔ teat
- τύφω = καπνίζω ↔ fumigate