- Vacant (= κενός),
από το λατινικό ρήμα vaco (= είμαι άδειος), ↔ εάω (αφήνω), της ρίζας eue-. - vacuum (= κενό),
όπως το vacant. - vade (= προχωρώ),
από vado (= βαδίζω), συγγενές με βάω / βαίνω / βαδίζω, της ρίζας wadh-. Για το βαίνω, στα λατινικά venio, έχει επίσης προταθεί η διπλή ρίζα gwem- + -yeti. - vagary (= ιδιοτροπία),
από το λατινικό vagus (= περιπλανώμενος), από βάω / βαίνω. - vague (= αόριστος),
όπως το vagary. - vain (= μάταιος),
από το λατινικό vanus (= κενός), ↔ εύνις (έρημος), εάω (αφήνω, αδιαφορώ), της ρίζας eue- εγκαταλείπω). - valet (= βαλές, παρκαδόρος),
της ρίζας upo- (= υπό), ↔ vassal, βάσαλος (κελτικής καταγωγής). - valiant (= ισχυρός),
από το λατινικό ρήμα valeo (= είμαι ισχυρός), της ρίζας wal-, ↔ θαλέω / θάλλω, Βαλέριος, Βλαδίμηρος, Harold. - valid (= έγκυρος),
όπως το valiant. - valley (= κοιλάδα),
από το λατινικό vallis, πιθανώς ↔ έλος ή της ρίζας wel- (= στρέφω, ειλέω). - valor (= ανδρεία, αξία),
όπως το valiant. - valve (= βαλβίδα),
από το λατινικό volvo (= περιστρέφομαι), ↔ έλιξ, αλυσίδα. - vamoose (= αναχωρώ, «στρίβω»),
από το λατινικό vado (= βαδίζω), της ρίζας wadh-. Από εδώ είναι το ισπανικό vamos (= πάμε). Τα σύγρονα λεξικά, σε αντίθεση με παλαιότερα, δεν αναφέρουν την οφθαλμοφανή συγγένεια των vado και βαδίζω, βαίνω. - vamp. Πρόκειται για τρεις διαφορετικές λέξεις. Η πρώτη σημαίνει «φόντι», το πάνω μέρος του παπουτσιού, από το γαλλικό avant pié (= πους),
η πρώτη λέξη από τα λατινικά ab (= προ) + ante (= προ, ενώπιον, από το αντί) και η δεύτερη από το πόδι. παράγωγο το revamp. Η δεύτερη λέξη σημαίνει «αυτοσχεδιάζω στο πιάνο», ενώ η τρίτη είναι η συντόμευση vamp για το vampire, βαμπίρ, ουγγρικής προέλευσης. - vane (= ανεμοδείκτης) από το πήνος (νήμα τυλιγμένο σε μασούρι),
εξού το πηνίο, της ρίζας pan-. - vaniloquence (= κενολογία),
από vanus (= κενός, βλ. vacuum) + loquor (= ομιλώ), από λάσκω (φωνάζω, κροτώ). - vanquish (= υπερισχύω),
από vinco / vincio (= νικώ, δένω), ↔ είκω (φαίνομαι όμοιος) ή με το νικώ. - vapid (= βαρετός, σαχλός),
της ρίζας kwep- (= καπνίζω, κοχλάζω), ↔ κάπος (πνεύμα), καπύω (πνέω), βαπόρι. - vaping (= εισπνοή),
από το vap, συντομευμένο το evaporate (= εξατμίζω), όπως το vapid. - varicose (= κιρσός) , από varus
(= ραιβός), με στραβά πόδια. - variegate (= χρωματίζω),
από τα λατινικά variegatus, varius (= ποικίλος, στικτός) + ago (= άγω). το varius είναι της ρίζας wer- (= ύψωμα), ↔ είρω, έρμα, ορμή. Παλιότερα είχε προταθεί το αρχαίο βαλιός (ποικίλος, στικτός). - variety (= ποικιλία),
όπως το variegate. Από το γαλλικό varieté προήλθε το βαριετέ. - various (= ποικίλος),
όπως το variegate. - vary (= μεταβάλλω),
όπως το variegate. - vassal (= υποτακτικός),
της ρίζας upo- (= υπό). - vast (= απέραντος),
από το λατινικό vastus (= άδειος, απέραντος), ↔ εάω (αφήνω), της ρίζας eue-. - vaunt (= μιλώ στο κενό, υπεροπτικά),
από το λατινικό vano (= μιλώ άσκοπα), ↔ vast. - vedette (= υπερυψωμένος σκοπός),
από το video ή της ρίζας weg- (= είμαι δυνατός), ↔ vigil, βίγλα. Βλ. και vendetta. - vehement (= ορμητικός),
από veho (= μεταφέρω), ↔ έχω. - velocipede (= ποδήλατο),
από velocity (= ταχύτης), vehicle (= όχημα), στα λατινικά vehiculum, από veho (= μεταφέρω), έχω, της ρίζας wegh- (= πηγαίνω) ή της ρίζας weg- (= είμαι δυνατός) + pes, pedis (= πους). - venal (= πουλημένος, επιρρεπής σε δωροδοκία),
της ρίζας wes-3 (= αγοράζω), ↔ venus (= αγορά), ώνος, ψώνια. Το επίθετο venereal (= αφροδίσιος), από τη θεά Venus (= Αφροδίτη) είναι της ρίζας wen-1 (= επιθυμώ). - vendetta (= βεντέτα),
από το λατινικό vindex (= προσφεύγων), από vis (= ις = βία, δύναμη) + dico (= ομιλώ, αφιερώνω), ↔ δείκνυμι. Βλ. και vedette. - veneer (= καπλαμάς, προσωπείο),
όπως το furnish. - vengeance (= εκδίκηση),
όπως η vendetta. - vent. Πρόκειται για δύο διαφορετικές λέξεις. Η πρώτη σημαίνει «αεραγωγός, διοχετεύω» και είναι από το λατινικό ventus (= άνεμος),
↔ αήρ, άημι, της ρίζας we- (= φυσώ). Η δεύτερη σημαίνει το σχίσιμο φορέματος και παράγεται από το findo, της ρίζας bheid- (= σχίζω), ↔ fission, beetle, φείδομαι. - ventilate (= ανεμίζω) από το λατινικό ventus
(= άνεμος), ↔ άημι. - ventriloquist (= εγγαστρίμυθος),
από τα λατινικά venter (= κοιλιά), ο αρχαίος ύδερος / ύστερος + loquor (= ομιλώ), ↔ λάσκω (φωνάζω, βροντώ), της ρίζας tolkw- (= ομιλώ). - venturesome (= τολμηρός),
από το venio (= έρχομαι), βαίνω. - verbatim (= κατά λέξη),
από το λατινικό verbum (= ρήμα), της ρίζας were-3 (= ομιλώ), ↔ ρήτωρ. - verecund (= μετριόφρων),
από το λατινικό verecundus, από vereor (= σέβομαι), ↔ ορώ. - verge. Πρόκειται για δύο διαφορετικές λέξεις: η πρώτη (= άκρη),
από το λατινικό virga, ↔ βέργα, ενώ η δεύτερη (= λυγίζω, ρέπω) είναι όπως το converge. - veridical (= φιλαλήθης),
από τα λατινικά verus (= αληθής, βέρος) + dico (= μιλώ), της ρίζας deik- (= δεικνύω). - verism (= βερισμός),
καλλιτεχνικό κίνημα, από το λατινικό verus (= αληθινός, βέρος). - vermiculate (= σκωληκοειδής),
από το λατινικό vermis (= σκουλήκι), ↔ ρόμος (σαράκι) / έρπω, της ρίζας wer-2 (= περιστρέφομαι, ελίσσομαι). - vermiculite (= βερμικουλίτης),
ορυκτό, από το λατινικό vermiculo (= παράγω σκουλήκια), vermis, λόγω αποφλοίωσης κατά τη θέρμανση, βλ. vermiculate, worm. - vermin (= παράσιτο),
της ρίζας wer-2 (= περιστρέφω), ↔ άρρατος (άκαμπτος), ρατάνη. - vernal (= εαρινός),
από τα ver / έαρ. - vernalisation (= εαρινοποίηση),
η ψύξη σπόρων για βελτίωση της βλαστικότητας, από ver / έαρ. - verruca (= κονδύλωμα, εξόγκωμα),
της ρίζας wer-1 (= ύψωμα), ↔ έρμα, λέξη πολυσήμαντη με τρεις διαφορετικές ετυμολογίες, εδώ με τη σημασία του λόφου, υφάλου, από το είρω της ορμής. εναλλακτικά από το λατινικό verro (= σαρώνω), από το έρρω (πηγαίνω αργά). - vertebrate (= σπονδυλωτό),
από + verto = γυρίζω), ↔ τρέπω, της ρίζας wer-2 (= στρίβω, λυγίζω), βλ. awry. - vertical (= κατακόρυφος),
από verto (= γυρίζω), ↔ τρέπω. - vertigo (= ίλιγγος),
όπως το vertical. - verve (= ζωντάνια),
της ρίζας wer-3 (= ομιλώ), των είρω, ρήμα, ειρωνία. - vestige (= ίχνος),
από το λατινικό vestigium, πιθανώς ↔ στείχω (βαδίζω). - vex (= ενοχλώ),
από veho (= μεταφέρω), ↔ έχω, όχημα. - via (= μέσω),
της ρίζας wegh- (= πηγαίνω), όπως το vex. - viable (= βιώσιμος),
της ρίζας gwei-, όπως το quick. - vial (= φιάλη),
oμόρριζα. Από το ρήμα πίνω και το επίθετο αλής (συγκεντρωμένος σε ένα μέρος, λέξη δασυνόμενη, γι’ αυτό η μετατροπή π > φ). Κατ’ άλλη εκδοχή από το ρήμα φιαλόω (κοιλαίνω, σκάπτω). - vibrate (= δονούμαι),
από το λατινικό vibro, της ρίζας wib- / weib- (= κινούμαι μπρος πίσω) ή της ρίζας webh- (= υφαίνω), ↔ υφή. πιθανώς συγγενές με τον τύπο ριφώ του ρίπτω. Ριπή στα αρχαία λεγόταν το τρεμοσβήσιμο των άστρων. - vice- (= στη θέση κάποιου αξιωματούχου),
πρώτο συνθετικό λέξεων όπως viceroy. Προέρχεται από τη λατινική *vicus (χωρίς ονομαστική, αλλά με όλες τις άλλες πτώσεις) που σημαίνει «εναλλαγή, στροφή», της ρίζας wei-2 / weyk- (= κάμπτω), ↔ είκω (μοιάζω). - vice (= αμαρτία, κακία),
από το λατινικό vitium (= έγκλημα, αμάρτημα), ↔ αιτία που αρχικά σήμαινε σφάλμα, μομφή και έδωσε το βίτσιο. - viceroy (= αντιβασιλιάς),
από vice- + roi (= βασιλιάς στα γαλλικά), από rex. - vicinity (= εγγύτης, γειτονιά) από vicus
(= οικισμός), ↔ οίκος, της ρίζας weik-1 / weyks- (= φυλή, χωριό). - victory (= νίκη),
από vinco / vincio (= νικώ, δένω), της ρίζας weik-3 ή weik-5 (= καταβάλλω), ↔ convince, Victor, Vincent. Η ρίζα weik-3 (= μοιάζω) έχει δώσει τα ομόρριζα είκω (φαίνομαι όμοιος), εικών, icon. Η ρίζα weik-4 (= κάμπτω) έχει δώσει τα wicker (= ψάθα), weak, week. Η ρίζα weik-2 (= ιερός) έχει δώσει το guile (= ξεγελώ). Στη βιβλιογραφία υπάρχει κάποια σύγχυση ως προς τη ρίζα weik-. - victuals (= προμήθειες),
από vivo (= ζω) της ρίζας gwei-, της ζωής και του βίου. - vie (= συναγωνίζομαι),
της ρίζας weie- του ίημι. - vile (= άθλιος),
της ρίζας wes-3 (= αγοράζω), όπως το venal. - vilify (= κακολογώ),
όπως το vile. - village (= χωριό),
όπως το vicinity. - villain (= κακός),
της ρίζας weik-1 (= φυλή), ↔ οίκος. - vindicate (= δικαιώνω),
όπως το vengeance. - vine (= αμπέλι, κληματσίδα),
από τα λατινικά vine, vitis (= κλήμα), της ρίζας wei- / weh1y- (= στρέφω), ↔ ις, ιτέα, Ίρις, wire. - vinegar (= ξίδι),
είναι διπλά ελληνικής συγγένειας σύνθετη λέξη, αφενός από τα οίνος / vinum και αφετέρου από το γαλλικό επίθετο aigre (= όξινος, ξινός), από το λατινικό acer (= δριμύς), ↔ άκρος. - vintage (= τρύγος, εκλεκτής εσοδείας),
από τα λατινικά vindemia (= τρύγος), από vinum (= οίνος) + demero (= παίρνω), από de- + emo (= αγοράζω), ↔ νέμω. - violate (= παραβαίνω),
από τη λατινική vis (= βία, ις), της ρίζας weie- (= επιθυμώ). - violent (= βίαιος),
όπως το violate. - viper (= έχιδνα),
από το λατινικό vivipera, από vivus + paro (= ετοιμάζω, γεννώ). Το vivus προέρχεται από τα ομηρικά βέομαι / βείομαι (= θα ζήσω), της ίδιας ρίζας, gwei-, με τον βίο και τα βιο- / bio- παράγωγα. Η ονομασία του φιδιού οφείλεται στο ότι γεννά φιδάκια από αβγά που εχουν επωασθεί στο μητρικό σώμα. - virago (= μέγαιρα),
από virile (= αρρενωπός), vir (= άνδρας), του ις (= δύναμη, ατην αιολική ιρ) ή του ίημι, της ρίζας wi-ro- (= ανήρ, ανδρός). Η ίδια λέξη στα λατινικά σημαίνει την πολεμίστρια. - virility (= αρρενωπότης),
όπως το virago. - virtue (= αρετή),
όπως το virago. - visa (= βίζα),
από τη λατινική έκφραση charta visa (= έγγραφο θεωρημένο), της ρίζας weid- του ορώ. - visage (= πρόσωπο),
από video / είδω (= βλέπω), της ρίζας weid- του ορώ. - viscous (= ιξώδης),
από τον ιξό, παρασιτικό φυτό. - vise (= μέγγενη),
συγγενές με τα λατινικά vine, vitis (= κλήμα), βλ. vine. - visionary (= οραματιστής),
όπως το visage. - visit (= επισκέπτομαι, έρχομαι να δω),
όπως το visage. - visor (= γείσο κράνους),
όπως το visage. - visual (= οπτικός),
όπως το visage. - visualize (= φαντάζομαι),
όπως το visage. - vital (= ζωτικός),
της ρίζας της ζωής (gweyh3- ή wet-, ↔ βίος, veteran. - viticulture (= αμπελοκαλλιέργεια),
το πρώτο συστατικό από το λατινικό vitis (= άμπελος), της ρίζας wei-, βλ. wire. - vitreous (= υαλώδης),
από το λατινικό vitrum (= γυαλί), ↔ water, ύδωρ, ύω, υετός, βιτρίνα, της ρίζας wed-. - vituperate (= επιπλήττω),
από τα λατινικά vitio (βλ. vice) + paro (= γεννώ, ετοιμάζω), ↔ πείρα, πείρω (διαπερνώ), της ρίζας pere-1. - vivid (= ζωηρός),
της ρίζας gwei-, βλ. viper. - vocabulary (= λεξιλόγιο),
από το υποκοριστικό του λατινικού vox (= φωνή), της ρίζας wekw- (= ομιλώ), ↔ οψ (η, φωνή), έπος, είπα. Μια άλλη οψ σημαίνει τον οφθαλμό, της ρίζας h3ekw-. - vocation (= επάγγελμα),
όπως το vocabulary. - voice (= φωνή),
όπως το vocation. - void (= άδειος, άκυρος),
από το vacuum (= κενό), ↔ εάω (αφήνω), της ρίζας eue-. Παλιότερα είχε προταθεί το χάω (χαίνω). - voile (= τούλι, βουάλ),
από το λατινικό velum (= ιστίο), ↔ οχέω / οχέομαι (μεταφέρω / γεννιέμαι). - volatile (= πτητικός),
από volo (= πετώ) - volition (= βούληση),
της ρίζας wel-2 (= ελπίζω, εύχομαι), ↔ βούλομαι, ελπίς, έλδομαι (επιθυμώ). - voluble (= ομιλητικός),
από το λατινικό volvo (= περιστρέφομαι), ↔ έλιξ. - voluminous (= ογκώδης),
όπως το voluble. - volunteer (= εθελοντής),
από τα λατινικά volο / vello (= επιθυμώ), ↔ ελπίς, της ρίζας wel-2 (= θέλω). - voluptuous (= πληθωρικός, απολαυστικός),
από τα λατινικά voluptas (= ηδονή), volo (= ελπίζω, επιθυμώ), βλ. volition. - volution (= σπείρα),
από το λατινικό volvo (= περιστρέφομαι), ↔ ειλέω. - vomerοnasal (= υνιορινικός),
σύνθετη λέξη, το πρώτο συστατικό της οποίας είναι το λατινικό vomer (= υνί). η ίδια λέξη στα αγγλικά (= ύνις) είναι ανατομικός όρος για δύο ρινικά οστά που μοιάζουν με υνί, της ρίζας wegh- (= κινούμαι), ↔ όχημα, όχλος. - vomit (= κάνω εμετό),
↔ εμώ. - voracity (= λαιμαργία),
από το λατινικό vorax (= άπληστος), ↔ βορά, βιβρώσκω, της ρίζας gwora- / gwera-, βλ. και devour. - vorlage (= υποβολή),
της ρίζας legh- (= κείμαι), ↔ λεχώ, λόχος. - votary (= ταγμένος),
από το λατινικό voveo, ↔ εύχομαι. - votive (= αφιερωματικός),
όπως το votary. - vow (= εύχομαι),
όπως το votary. - vowel (= φωνήεν),
όπως το vocation. - voyeurism (= ηδονοβλεψία),
από το γαλλικό voir (= βλέπω), της ρίζας weid- του ορώ. - vulgar (= λαϊκός, αγοραίος),
από το λατινικό vulgus (= λαός), ↔ είλω. - vulnerable (= τρωτός),
από το λατινικό vello (= ξεπουπουλιάζω), ↔ ειλέω / είλ(λ)ω (τυλίγω, στρέφω). σχετίζεται με το svelte. - vulpine (= αλεπουδίσιος),
από το λατινικό vulpes (= αλώπηξ), της ρίζας wlpe-. - vulture (= γύπας),
από το vello (= μαδώ), βλ. svelte.